Συνεχίζουμε τις αναρτήσεις με θέμα την ελληνική κοινωνία και την παγκόσμια τάξη πραγμάτων με το ιδιαίτερα σημαντικό παρακάτω άρθρο του Γιώργου Καραμπελιά (από το περιοδικό ΑΡΔΗΝ):
Μεταναστευτικό: Επιτέλους, η συζήτηση ανοίγει
Το άρθρο του Μιχαήλ Στυλιανού, «Μεταναστευτικό και εθνική συνοχή εν αναμονή πατριωτικού φορέα…» στο Παρόν της Κυριακής 21 Οκτωβρίου, σε συνέχεια και ως απάντηση στο άρθρο μας για το ΛΑΟΣ, που είχε δημοσιευτεί την Κυριακή 14 Οκτωβρίου, αποτελεί ένα κείμενο ιδιαίτερα σημαντικό όχι μόνο για τους ενδιαφέροντες προβληματισμούς και τοποθετήσεις του, αλλά και γιατί, επί τέλους, ανοίγει μια συζήτηση για το μεταναστευτικό που ξεπερνάει τους συνήθεις αφορισμούς και δαιμονολογίες.
Κατ’ αρχάς, είναι εξαιρετικά θλιβερό για μια κοινωνία ν’ αρχίζει μόλις τώρα να συζητά διεξοδικά το σημαντικότερο κοινωνικό ζήτημα της σύγχρονης Ελλάδας, όταν οι συνέπειές του κατακλύζουν ήδη την κοινωνία μας.
Πράγματι, μέχρι τώρα, η συζήτηση περιοριζόταν απλώς σε μία διελκυστίνδα πολιτικής εκμετάλλευσης: από τη μια οι θιασώτες των «ανοικτών συνόρων» –με το αζημίωτο για το κεφάλαιο, που έτσι εξασφάλιζε φτηνά μεροκάματα– και από την άλλη εκείνοι οι οποίοι –πατώντας πάνω στην πραγματική ανησυχία για μια μετανάστευση που έπαιρνε ανεξέλεγκτες διαστάσεις– προσπαθούσαν να μεταφράσουν αυτό το δικαιολογημένο φόβο σε ρατσιστική αντίληψη.
Φύση και διαστάσεις του μεταναστευτικού
Προκειμένου να επεξεργαστούμε μία εναλλακτική στρατηγική για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος, θα πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε ως προς τη φύση του ίδιου του φαινομένου:
Α) Σε πλανητικό επίπεδο, δύο είναι οι κυρίαρχες διαστάσεις του ζητήματος. Αφ’ ενός, είναι το ζήτημα αυτό καθ’ εαυτό: μία γιγάντια μετακίνηση πληθυσμών από την Ανατολή προς τη Δύση και από τον Νότο προς τον Βορρά, η οποία έχει να κάνει με την κατάρρευση των δημογραφικών και οικονομικών ισορροπιών του παγκόσμιου συστήματος. Μέσα σε πενήντα χρόνια ο πληθυσμός του πλανήτη τριπλασιάστηκε και το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης αφορά τις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Παράλληλα, οι οικονομικές και κοινωνικές δομές των φτωχών χωρών καταστράφηκαν από την παγκοσμιοποίηση που σπρώχνει εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε μια απελπισμένη έξοδο.
Β) Το έτερο, εξίσου σημαντικό, ζήτημα είναι το πώς εκμεταλλεύονται αυτή την πραγματικότητα οι ίδιες οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, οικονομικά και πολιτικά.
Οικονομικά, οι ελίτ ευνόησαν μία πολιτική «ανοικτών συνόρων», ενώ, παράλληλα, εγκατέλειψαν την ενσωμάτωση των ξένων εργατικών χεριών στην αόρατη χείρα της ελεύθερης αγοράς. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπτυχθεί ένα οιονεί δουλοκτητικό σύστημα με πολλαπλά για τις δυτικές κοινωνίες κέρδη: το εργατικό κόστος συμπιέστηκε, δίχως να θιγεί η καταναλωτική δύναμη των μεσαίων τάξεων, ενώ, ταυτόχρονα, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας απέκτησε πρόσβαση σε πάμφθηνες οικιακές υπηρεσίες. Στην Ελλάδα, αυτή υπήρξε μία από τις κύριες πλευρές του εκσυγχρονισμού. Διότι η εκμετάλλευση των μεταναστών «έριξε» τον πληθωρισμό από το 20%, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στο 4% επί Σημίτη, διέλυσε το εργατικό κίνημα και αποτέλεσε τον κινητήρα της ανάπτυξης στις Κατασκευές και τον Τουρισμό, ενώ –μαζί με τις επιδοτήσεις– κατέστησε βιώσιμη την αγροτική οικονομία.
Τέλος, οι μετανάστες χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο προώθησης των γεωπολιτικών σχεδίων της Νέας Τάξης πραγμάτων. Είναι γνωστό πλέον το πώς τα αυτοκρατορικά κέντρα χρησιμοποιούν συστηματικά τις εθνοτικές και θρησκευτικές ταυτότητες των μετακινούμενων πληθυσμών –ιδιαίτερα μάλιστα στα Βαλκάνια– προκειμένου να υπονομεύσουν την εθνική συνοχή και τη σταθερότητα των κοινωνιών όπου εγκαθίστανται, μέσα από τη δημιουργία στρατηγικών μειονοτήτων. Στα Βαλκάνια και τη χώρα μας πρόκειται για μια ωρολογιακή βόμβα η οποία είναι έτοιμη να εκραγεί από λεπτό σε λεπτό.
Γ) Η μετανάστευση είναι μία πραγματικότητα και μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον μακροπρόθεσμα, μέσω μίας πολιτικής που θα αίρει τις πραγματικές αιτίες που την προκαλούν, προϋποθέτει δε την ανάσχεση της ίδιας της παγκοσμιοποίησης. Πρόκειται για τη μόνη ρεαλιστική λύση, διότι καμία κοινωνία δεν πρόκειται να αντέξει την παγκόσμια μετακίνηση των πληθυσμών σε τέτοια έκταση: Αφ’ ενός, οι χώρες που εγκαταλείπουν οι πληθυσμοί θα καθηλωθούν εσαεί στον βυθό της απόλυτης ανέχειας, χάνοντας το ανθρώπινο δυναμικό που απαιτείται για την ανάκαμψή τους· και από την άλλη, οι χώρες όπου εγκαθίστανται δεν δύνανται ν’ αντέξουν την ολοκληρωτική διάλυση του κοινωνικού τους ιστού, την εγκληματικότητα και την γκετοποίηση που συνεπάγεται. Παράλληλα, δε, στις αναπτυγμένες χώρες, ανεβαίνει ένα κύμα ξενοφοβίας που μπορεί να πάρει διαστάσεις ανάλογες με φαινόμενα του Μεσοπολέμου. Κατά συνέπεια, θα πρέπει ένα σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ των αναπτυγμένων χωρών, μέσω του ΟΗΕ, να κατευθυνθεί στην ανάπτυξη των χωρών του Τρίτου Κόσμου.
Ενσωμάτωση ή προκαταβολική απόρριψη;
Δ) Ασφαλώς, όμως, η κατάσταση είναι τόσο κρίσιμη, ώστε δεν είναι δυνατόν να επιμείνουμε μόνον στη μακροπρόθεσμη διάσταση. Γι’ αυτό και θα πρέπει να επεξεργαστούμε βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες πολιτικές.
Γιατί λοιπόν επιλέγουμε ως βασική αρχή την πολιτική της ενσωμάτωσης στην ελληνική κοινωνία και τον ελληνικό πολιτισμό;
Πρώτον, για λόγους αρχών. Διότι οποιαδήποτε άλλη πολιτική θα στραφεί εναντίον των ίδιων των μεταναστών που είναι τα θύματα –και όχι οι θύτες– αυτής της ιστορίας. Διότι πολλοί από εμάς, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, εκμεταλλευτήκαμε τη φτηνή εργασία των μεταναστών.
Δεύτερον, διότι είναι η μόνη ρεαλιστική. Διότι, ακριβώς, η παρουσία των μεταναστών είναι μία πραγματικότητα που δεν μπορεί πλέον να αναιρεθεί με την απλή καταστολή.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι παραγνωρίζουμε πως κάθε κοινωνία έχει ορισμένα όρια στη δυνατότητά της να ενσωματώνει ξένους πληθυσμούς και ότι, εάν αυτά τα όρια ξεπεραστούν, τότε υπονομεύεται εξ αρχής κάθε απόπειρα ενσωμάτωσης; Πώς, για παράδειγμα, να πετύχει κανείς ισότιμους όρους ένταξης ξένων και ντόπιων στην αγορά εργασίας, όταν αναδημιουργείται αδιάκοπα ένας «εφεδρικός στρατός» ανέργων, διατεθειμένων να δουλέψουν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες; Γι’ αυτό οποιαδήποτε πολιτική ενσωμάτωσης πρέπει να θέτει και όρια στις καταιγιστικές μετακινήσεις των πληθυσμών. Και, σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται σε σημείο κορεσμού, εάν συνεχιστεί η ανεξέλεγκτη μετανάστευση, όχι μόνο δεν υπάρχει δυνατότητα ενσωμάτωσης αλλά και η ξενοφοβία θα γίνει ρατσισμός.
Ε) Βεβαίως, μία πολιτική ενσωμάτωσης στην Ελλάδα δεν αποτελεί πανάκεια διότι θα πρέπει να αντιμετωπίσει τόσο την πολιτιστική και οικονομική αδυναμία της χώρας να ολοκληρώσει ένα τέτοιο σχέδιο, όσο και την ενδεχόμενη άρνηση ορισμένων ομάδων των ίδιων των μεταναστών να ενταχθούν σε μία κοινωνία.
Για το πρώτο, η αλήθεια είναι θλιβερή. Όντως, πώς κάποιος ξένος να επιθυμήσει να συνδέσει τη μοίρα του με μία χώρα και έναν λαό που διέρχεται την πιο παρακμιακή φάση της ιστορίας του; Ασφαλώς, δεν μπορούμε να δούμε το μεταναστευτικό ξέχωρα από μια συνολικότερη απόπειρα αποκατάστασης του παραγωγικού ιστού, υπέρβασης του πολιτιστικού τέλματος και άρσης των παρασιτικών λογικών που κυριαρχούν στη χώρα μας.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, όντως, οι ανησυχίες περί της συγκρότησης στρατηγικών μειονοτήτων στην χώρα μας, οι οποίες θα εμπλακούν σε ενδεχόμενες απόπειρες αλλαγής των συνόρων στα Βαλκάνια είναι όχι μόνο φυσιολογικές, αλλά και αναγκαίες. Η περιοχή μας έχει αιματοκυλιστεί πολλές φορές με αφορμή τις μειονότητες, ακριβώς γιατί, στο παρελθόν, ήταν πολυεθνική η συγκρότησή της και η δημιουργία των εθνών κρατών προκάλεσε φοβερές συγκρούσεις και μετακινήσεις πληθυσμών, μέχρι πρόσφατα στη Βοσνία και το Κόσοβο. Υπ’ αυτή την έννοια, η πολιτική των κυβερνήσεων της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, σε όλη τη δεκαετία του 1990, που άφησαν ορθάνοικτα τα σύνορα, με κίνδυνο την αναδημιουργία στρατηγικών μειονοτήτων, υπήρξε επιεικώς απαράδεκτη, για να μη χρησιμοποιήσουμε κάποιο βαρύτερο όρο.
Ωστόσο ο γέγονε, γέγονε. Τι μπορεί να γίνει σήμερα;
Κατ’ αρχάς, είμαστε πεισμένοι πως ένα μεγάλο μέρος των μεταναστών, ιδιαίτερα αλβανικής, ρουμανικής, ουκρανικής κ.λπ. καταγωγής, που είναι ορθόδοξης κουλτούρας, είναι δυνατό, σχετικά σύντομα, να ενταχθούν στον ελληνικό πολιτισμό.
Ίσως, ένα άλλο μέρος –ιδιαίτερα όταν, παράλληλα με την εθνική διαφορά, υπάρχει και η θρησκευτική– να μην είναι δυνατό ή να μη θέλει να ενταχθεί. Όμως εμείς πρέπει να έχουμε ανοικτό τον δρόμο της ένταξης. Ό,τι, για παράδειγμα, ισχύει με το θέμα των παρελάσεων και της σημαίας: όποιος επιθυμεί να παρελάσει με την ελληνική σημαία, θα πρέπει να ενθαρρύνεται. Όποιοι, αντίθετα, δεν επιθυμούν την ένταξή τους στη ελληνική κοινωνία, αργά η γρήγορα, θα επιστρέψουν στις πατρίδες τους.
Επειδή όμως δεν αρκούν οι καλές προθέσεις και μπορεί να υπάρχουν και τα «κακά» σενάρια, πρέπει να αναπτυχθεί και μια συγκεκριμένη μεταναστευτική πολιτική:
Αρχικώς, πρέπει να μπει φραγμός στην ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση και να γίνονται αποδεκτοί χωρίς περιορισμούς μόνο οι αυθεντικοί πολιτικοί πρόσφυγες. Δυστυχώς, η Ελλάδα δεν μπορεί να λύσει μόνη της το πρόβλημα της πείνας και της αθλιότητας στον πλανήτη μας με μια λογική «ανοικτών συνόρων».
Δεύτερον, πρέπει να εφαρμοστεί μια πολιτική αποφυγής της γκετοποίησης. Θα πρέπει να δίνονται κίνητρα για την εγκατάσταση των μεταναστών στο σύνολο των περιοχών της χώρας και των συνοικιών των μεγάλων πόλεων, και να εφαρμοστεί η αναλογική συμμετοχή τους στα σχολεία, η άρση των διακρίσεων σε βάρος τους κ.λπ.
Η χώρα θα πρέπει να δημιουργήσει ένα αυτόνομο Υπουργείο ή, τουλάχιστον, μια Γενική Γραμματεία Μετανάστευσης.
Και βέβαια πρέπει να εφαρμοστούν και άλλα μέτρα μακροπρόθεσμης στρατηγικής, όπως η ανάκαμψη της δημογραφίας του ελληνικού πληθυσμού, με μέτρα ενίσχυσης των γεννήσεων, κλπ, που δεν μπορούμε να συζητήσουμε σε ένα άρθρο.
Πάντως το ουσιώδες είναι πως η συζήτηση επί τέλους άνοιξε, έστω καθυστερημένα.
Υ.Γ. Το περιοδικό «Άρδην» ετοιμάζει εκτενές αφιέρωμα (αφιερώματα) στο μεταναστευτικό, όπου ει δυνατόν, θα εκτεθεί, το σύνολο των προβλημάτων και των προτεινόμενων λύσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου