Δημοσιεύουμε δυο χαρακτηριστικά άρθρα / επιφυλλίδες του Χρήστου Γιανναρά που καταδεικνύουν δραματικά την κατάρρευση της ελληνικής κοινωνίας.
Ελάχιστος φόρος τιμής στη σκέψη και τη στάση του.
Από τους τελευταίους ζώντες διανοούμενους που μας απέμειναν...
Χρήστου Γιανναρά
Υπάρχουν γλωσσικές εκφράσεις ή και λέξεις που η χρήση τους μοιάζει αναχρονισμός: Παραπέμπουν σε περασμένες εποχές, σε νοοτροπίες που έχουν πια εκλείψει.
Για παράδειγμα: η έκφραση «καλλιεργημένος άνθρωπος». Πρέπει να είναι νόημα θολό και πάντως όχι ζηλευτό για όσους γεννήθηκαν στην Ελλάδα λίγο πριν ή λίγο μετά τη μεταπολίτευση του 1974. Μάλλον ανακαλεί κάποια ευρύτητα εγκυκλοπαιδικών γνώσεων ή μιαν ενημερότητα για το τι συμβαίνει στον χώρο του θεάτρου, του «καλού» κινηματογράφου, του βιβλίου. Τόσο μόνο.
Να μην ξεχνάμε ότι ο «μετασχηματισμός» της ελλαδικής κοινωνίας ήταν κεντρικό πολιτικό αιτούμενο μετά το 1974. Και ότι ο μετασχηματισμός, που μεθοδικά επιβλήθηκε, είχε ως συνεπές επακόλουθο μια ταχύτατη (πραγματικά ανατρεπτική) αλλαγή στην κοινή νοοτροπία και συμπεριφορά, γι’ αυτό συνεπέφερε και βαθύ ρήγμα ασυνέχειας στη γλωσσική εκφραστική. Αχρήστεψε, πριν απ’ όλα, ή κατέστησε ακατάληπτες ο μετασχηματισμός εκφράσεις και λέξεις που προϋπέθεταν προσλαμβάνουσες αξιοκρατίας, διάκρισης ποιοτήτων, ανιδιοτέλειας, επιτελικής προβλεπτικότητας, προτεραιότητας σχέσεων κοινωνίας. Ετσι και η έκφραση «καλλιεργημένος άνθρωπος» προσέλαβε οσμή συντηρητικής αγκύλωσης, έγινε ύποπτη αντιδραστικής αρτηριοσκλήρυνσης.
Ας μη σπεύσουν οι κεκράχτες του ηροστράτειου μετασχηματισμού να αντιτάξουν ότι ρήγμα ασυνέχειας στη γλωσσική εκφραστική προκάλεσαν οι διεθνείς εξελίξεις της τελευταίας τριακονταπενταετίας και στις «καλύτερες κοινωνίες» του πλανήτη. Ας μη σπεύσουν στην παραπλανητική τους ένσταση, γιατί το γλωσσικό ρήγμα δεν μετράει παντού και πάντοτε ίδια βάθη ανθρώπινης αλλοτρίωσης και κοινωνικής διάλυσης. Στις προηγμένες, τουλάχιστον, κοινωνίες σήμερα οι πρακτικές εκφάνσεις της έννοιας «καλλιεργημένος άνθρωπος» παραμένουν ως αυτονόητα αντανακλαστικά συμπεριφοράς του «μέσου ανθρώπου». Εθισμοί αιώνων έχουν παγιώσει (έχουν καταστήσει στοιχείο του «χαρακτήρα») την ενεργό προσπάθεια που αποτυπώνει στη διαγωγή τα γνωρίσματα του «καλλιεργημένου ανθρώπου»: Χαλιναγωγεί τον κτηνώδη εγωκεντρισμό, τη θρασύτητα της επιθετικής ιδιοτέλειας, περιορίζει την αντικοινωνική χυδαιότητα, επιβάλλει συστολή στην ακαλαισθησία.
Προτού φτάσει να θεωρεί αδιανόητο τον χρηματισμό του, την κλοπή του κοινωνικού χρήματος, τη φοροδιαφυγή, τον αναξιοκρατικό διορισμό, τον απεργιακό εκβιασμό του κοινωνικού συνόλου και τα τόσα άλλα ανάλογα, ο «καλλιεργημένος άνθρωπος» των προηγμένων κοινωνιών, αυθόρμητα και αυτονόητα, σέβεται και υπολογίζει την ύπαρξη και άλλων ανθρώπων επί γης – δεν θεωρεί ότι είναι ο μόνος κάτοικος του πλανήτη. Συγκεκριμένα:
Δεν «κουβεντιάζει» (ή τηλεφωνεί) φωνασκώντας στεντορείως μέσα στο λεωφορείο, στην καφετέρια, στο ταβερνάκι.
Στις πέντε λέξεις που ξεστομίζει, δεν είναι οι τρεις το «εγώ».
Δεν θα χωθεί κουτοπόνηρα σε προωθημένη θέση στη σειρά αναμονής, κλέβοντας προτεραιότητα.
Δεν θα σταθμεύσει το αυτοκίνητό του όπου τον βολεύει, φράσσοντας ιδιωτικούς χώρους στάθμευσης ή παγιδεύοντας τα ήδη σταθμευμένα αυτοκίνητα.
Δεν θα παρακάμψει, ως επιδεικτικά «ευφυέστερος», όλα τα αυτοκίνητα που περιμένουν τον φωτεινό σηματοδότη για αριστερή έξοδο από κεντρική οδική αρτηρία.
Δεν θα καταρρυπάνει με τα περιττώματα του κατοικίδιου σκύλου του τα ελάχιστα, ελεύθερα για τους πεζούς, πεζοδρόμια, δεν θα επιβάλει εμετική αηδία σε συνανθρώπους του για να απολαμβάνει ο ίδιος τα φιλοζωικά του αισθήματα.
Δεν θα πετάξει την τσίχλα του ή το άχρηστο εισιτήριό του, παρά μόνο σε δοχείο απορριμμάτων και δεν θα φτύσει χάμω στον δρόμο ποτέ.
Πλήθος ανάλογες λεπτομέρειες συμπεριφοράς φανερώνουν ανθρώπινη «καλλιέργεια», δηλαδή κατακτημένη ελευθερία από την αλογία των ορμεμφύτων και ενστίκτων, ελευθερία από τον κτηνώδη εγωκεντρισμό. Μπορεί το κίνητρο για αυτή την κατάκτηση να είναι απλώς χρησιμοθηρικό – σίγουρα η χαλιναγώγηση της ενστικτώδους ιδιοτέλειας διευκολύνει τη συμβίωση, επιτρέπει να λειτουργούν προς όφελος όλων οι συμβάσεις της συλλογικότητας. Αλλά μπορεί το κίνητρο να είναι η ανθρώπινη καλλιέργεια ως αυτοσκοπός και αυταξία, ως χαρά απόλαυσης ποιότητας της ζωής, χαρά της ανιδιοτέλειας, της φιλίας, των σχέσεων κοινωνίας. Μην ξεχνάμε ότι η ανάδειξη της «ετερότητας» κάθε ανθρώπου, η φανέρωση του ενεργητικά μοναδικού, ανόμοιου και ανεπανάληπτου χαρακτήρα της ύπαρξής του, προϋποθέτει κατακτημένη ελευθερία από απρόσωπες ορμές, από αδιαφοροποίητα ένστικτα εγωτικής αυτασφάλισης ή ασυδοσίας.
Στην ελλαδική κοινωνία σήμερα μοιάζει να έχει χαθεί όχι μόνο η επίγνωση (και τα κριτήρια) της διαφοράς ανάμεσα στη γνησιότητα και στην αλλοτρίωση του ανθρώπου, αλλά ακόμα και η χρηστική αναγκαιότητα της κατά κεφαλήν καλλιέργειας. Αν κατατάσσεται η Ελλάδα στις πρώτες σε διαφθορά χώρες διεθνώς, πρέπει να είναι άμεση και οργανική συνέπεια του θηριώδους εγωκεντρισμού που προβάλλεται και καταξιώνεται ως το μόνο ρεαλιστικό υπόδειγμα βίου, του εγωκεντρισμού που μεταβάλλει την καθημερινότητα σε ζούγκλα.
Υπόδειγμα κοινωνικής ηγεσίας, αρχόντων του λαού, είναι κατά πλειονότητα (με εξαιρέσεις που αποδείχνονται ολοένα και λιγότερες) οι «διαπλεκόμενοι» και συμβιβασμένοι με τη διαφθορά, οι οικογένειες που πλούτισαν από προμήθειες κάποιων «αγορών του αιώνα». Αλλο υπόδειγμα είναι των λακέδων κάθε κομματικής κουζίνας που απολαμβάνουν, χωρίς προσόντα ή προσφορά, βίο Κροίσων. Το ίδιο και τα τυχάρπαστα προϊόντα της δημοσιότητας, ιδιαίτερα της τηλεοπτικής. Το πρότυπο που καλούνται να θαυμάσουν τα Ελληνόπουλα μέσα από τα Αλφαβητάρια των πρώτων τάξεων του Δημοτικού, είναι το συνδικαλισμένο εγώ που διεκδικεί με πορείες συμφέροντα – δεν είναι καθόλου τυχαίο που η ελλαδική εκπαίδευση, τριάντα πέντε χρόνια τώρα, ετοιμάζει βανδάλους, μανιακούς καταστροφείς της περιουσίας του κράτους ή οποιουδήποτε «άλλου» έξω από το εγώ του καταστροφέα.
Η Ελλάδα σήμερα είναι μια χώρα όπου η ανθρώπινη καλλιέργεια αποκλείεται και εξουδετερώνεται θεσμικά, προγραμματικά, οργανωμένα. Είμαστε πια μια κοινωνία ακοινώνητων ατόμων, ζούγκλα βασανιστικής καθημερινότητας. Μόνο μια ριζική πολιτική αλλαγή μπορεί να δώσει ελπίδα επανασύστασης του κοινωνικού γεγονότος.
_____________________________________________
δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα: Χρήστου Γιανναρά ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ στις 27 Ιουλίου 2008
Tου Xρήστου Γιανναρά
Δύο φορές, με κυριακάτικες εδώ επιφυλλίδες (στις 24/2 και την 1/6/2008), αποπειράθηκα να προκαλέσω, ευθέως και επωνύμως, τον υπουργό Υγείας κ. Δημήτρη Αβραμόπουλο, για θέμα συγκεκριμένο, αφορμή βασανισμού, δίχως υπερβολή, πολλών πολιτών:
Του ζητούσα να πιστοποιήσει ο ίδιος τον βασανισμό με επίσκεψη αιφνιδιαστική στο κολαστήριο που λέγεται «Οργανισμός Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Δημοσίου» (ΟΠΑΔ) – στα κεντρικά της Θεσσαλονίκης, οδός Σαπφούς 3, ή στην Καλλιθέα, Θησέως 275 και ειδικά στο γραφείο 7 του τέταρτου ορόφου. Νομίζω ότι δικαιολογούσα με χαρακτηριστικές επισημάνσεις τις λέξεις «βασανισμός» και «κολαστήριο»: περιέγραφα εξουθενωτικό εξευτελισμό ανθρώπων, «ασφαλισμένων» Ελλήνων πολιτών. Ο κύριος υπουργός δεν απάντησε στην πρόκληση, προτίμησε, για άλλη μια φορά, να δικαιώσει το δηκτικό προσωνύμιο του «ανύπαρκτου». Ούτε η συμπεριφορά της υπαλληλίας άλλαξε στο παραμικρό.
Το ίδιο συνέβη και με τον υπουργό Δημόσιας Διοίκησης, καθηγητή κ. Προκόπη Παυλόπουλο. Τον παρεκάλεσα με επιφυλλίδα (την 1/6/200 να αντιδράσει στον εξωφρενικό παραλογισμό της «Υπεύθυνης Δήλωσης άρθρ. 8, παρ. 4, του Νόμου 1599/1986», που πρέπει να υπογράψουν δύο μάρτυρες, όταν κάποιος αποβιώσει, για να βεβαιώσουν ποιοι είναι οι πλησιέστεροι συγγενείς του θανόντος – δεν αποτελεί εγγύηση ούτε η αστυνομική ταυτότητα ούτε το αντίγραφο του δημοτολογίου. Και ο κ. Παυλόπουλος, συναρπαστικός – σήμερα ρήτορας της Βουλής των Ελλήνων, δεν βρήκε δύο λέξεις να απαντήσει για τον διαιωνιζόμενο παραλογισμό.
Από την ασήμαντη περίπτωση της επιφυλλιδογραφίας μου συνάγω ένα, γενικοτέρου ίσως ενδιαφέροντος, ερώτημα: Ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα σήμερα, από στήλες εφημερίδων ή από την οθόνη τηλεοπτικών καναλιών, μοιάζει φανερά και οριστικά ατελέσφορος – γιατί άραγε; Θα ήταν γόνιμο να ψάξουμε τις αιτίες, πιθανολογώντας ερείσματα της πιστοποίησης, έστω και μη διαθέτοντας αποδεικτικό (στατιστικών καταμετρήσεων) υλικό.
Μιλάμε για λόγο δημόσιο μεν, ατελέσφορο δε, λόγο που φτάνει (ή μπορεί να φτάσει) σε πολλούς, αλλά δεν έχει καμιά αποτελεσματικότητα: Δεν κατορθώνει να προκαλέσει την ενεργό ανταπόκριση (αντίδραση, δραστηριοποίηση, αλλαγή συμπεριφοράς) της εξουσίας και των θεσμών. Και η πρώτη αιτία γι’ αυτό το φαινόμενο μοιάζει να είναι μια εξόφθαλμη αδιαφορία της εξουσίας και των θεσμικών της εκφάνσεων για τα δημόσια πράγματα, ναι, για τα κοινά. Στη σημερινή Ελλάδα (όπως και σε κάθε υπανάπτυκτη ή εκβαρβαρωμένη κοινωνία) η διαχείριση της εξουσίας, αλλά και η διεκδίκηση της διαχείρισης, είναι ιδιοτελής αυτοσκοπός: ένα ποικιλότροπα (και αμύθητα) κερδοφόρο επάγγελμα.
Βέβαια, η πρακτική της άσκησης του επαγγέλματος προϋποθέτει να υποκρίνεσαι, όσο γίνεται πιο πειστικά, ότι ενδιαφέρεσαι για τα κοινά, ότι πασχίζεις, πονάς για τα δημόσια πράγματα. Ομως, στο επάγγελμα πετυχαίνεις (ή έστω επιβιώνεις) όταν δουλεύεις μόνο για πάρτη σου, αποκλειστικά και ανάλγητα. Αυτό το δίδυμο, παγερής, εσκεμμένης αδιαφορίας για τα κοινά και καθημερινού ρεσιτάλ υποκρισίας, δήθεν ζηλωτικού ενδιαφέροντος για τα κοινά, είναι προϋπόθεση επαγγελματικής επάρκειας των διαχειριστών (και διεκδικητών) της εξουσίας.
Αποτέλεσμα τέτοιας επάρκειας είναι και η ικανότητα των επαγγελματιών της εξουσίας να σταθμίζουν αμέσως, ποιος δημόσιος λόγος εξυπηρετεί τα επαγγελματικά, ιδιοτελή τους συμφέροντα και ποιος όχι. Αν ο δημοσιευμένος ή ο τηλεοπτικά εκφερόμενος λόγος επηρεάζει αρνητικά για το άτομό τους την κοινή γνώμη, δηλαδή αν κινδυνεύουν να χάσουν ψήφους στις εκλογές, αμέσως τον προσέχουν, ανταποκρίνονται, δραστηριοποιούνται. Αν δεν απειλεί την επανεκλογή τους, τον αντιπαρέρχονται και αδιαφορούν, όσες θετικές προτάσεις και αν κομίζει για τα κοινά.
Η ιδιοτελέστατη αποτίμηση του δημόσιου λόγου από τους επαγγελματίες της εξουσίας, γίνεται με κριτήρια μόνο ποσοτικά: Πόσους επηρεάζει το δημοσίευμα ή το τηλεθέαμα και πόσο τους επηρεάζει. Η αρθρογραφία λ.χ., σοβαρών, έμπειρων, καταξιωμένων στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα δασκάλων για τα προβλήματα του πανεπιστημίου στην Ελλάδα, είναι ακίνδυνη: λόγος που φτάνει σε λίγους ή που λίγοι μπορούν να τον εκτιμήσουν. Επομένως, οι επαγγελματίες της εξουσίας τον παρακάμπτουν, τον αντιπαρέρχονται. Αν όμως πρόκειται για φτηνά «προοδευτικά» ευφυολογήματα επιθεωρησιακής (τηλεοπτικής) σαχλαμάρας, που εξωραΐζουν και εκθειάζουν τον φασιστικό τραμπουκισμό σαν ελπιδοφόρα αντίσταση της νεολαίας στον φορμαλισμό και στη συντήρηση, τότε η εξουσία αμέσως συμμορφώνεται και συναινεί, τρέμει μήπως και τη λογαριάσουν οπισθοδρομική, μήπως κακοχαρακτηρισθεί και χάσει ψήφους. Ετσι, «πανεπιστημιακό άσυλο» π.χ., συνεχίζει να σημαίνει την ατιμωρησία και δικαίωση κάθε κακουργίας, κάθε χυδαίου τραμπουκισμού.
Το ατελέσφορο του δημόσιου λόγου είναι σαφώς συνάρτηση της ιδιοτέλειας των διαχειριστών και διεκδικητών της εξουσίας. Και βέβαια δεν είναι μόνο αυτοί που προκαλούν το φαινόμενο, είναι όμως οπωσδήποτε αυτοί που το ευνοούν και το συντηρούν. Στις σημερινές «κοινωνίες της αγοράς» σίγουρα μοιάζει δεδομένο να μπορεί οποιοσδήποτε να έχει δημόσιο λόγο και την απήχησή του να την καθορίζει το ενδιαφέρον του κοινού. Αν το κοινό θέλει σκουπίδια, αν αρέσκεται σε δημόσιο λόγο και δημόσιο θέαμα θλιβερής μικρόνοιας και ακαλαισθησίας, θα βρεθούν έμποροι να πουλήσουν την αηδιαστική κόπρο για να λαγνεύονται υπάνθρωποι.
Ομως στη δημοκρατία και αυτή η ελευθερία εμπορίας του εκφαυλισμού έχει όρια – γι’ αυτό και διώκεται ως κακούργημα η πώληση ναρκωτικών. Οσο και αν η ατομοκρατία θεμελιώνει στη Νεωτερικότητα κάθε θεωρία της συλλογικότητας (φιλελεύθερη, σοσιαλιστική, κομμουνιστική), κάποια απηχήματα σεβασμού (ή νοσταλγίας της κοινωνίας των σχέσεων σώζονται σαν νομική αυτοάμυνα της οργανωμένης συμβίωσης.
Επομένως, ακόμα και στον ασύδοτο αμοραλισμό και μηδενισμό των «κοινωνιών της αγοράς», την ουσιαστική ευθύνη εξασφάλισης προϋποθέσεων για την ποιοτική αξιολόγηση του δημόσιου λόγου και του δημόσιου θεάματος εξακολουθούν να υπέχουν οι διαχειριστές της εξουσίας. Οταν, από δική τους υπαιτιότητα το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας υποβαθμίζεται, ευτελίζεται και διαλύεται, όταν οι ίδιοι, για να εξασφαλίσουν προβολή και ευνοϊκή μεταχείριση, γίνονται λακέδες των εμπόρων της τηλεοπτικής αθλιότητας, τότε χάνεται κάθε επίγνωση ποιοτικών αξιολογήσεων – ο καίριος και ανιδιοτελής λόγος γίνεται ατελέσφορος, ο άκριτος και ιδιοτελής τελεσφόρος.
Τότε, η «πολυφωνία», για την οποία καυχώνται οι νεωτερικές δημοκρατίες, αλλοτριώνεται σε ένα είδος χωματερής, όπου χωνεύονται αδιακρίτως μέσα στην ίδια κοινή αδιαφορία ο τίμιος λόγος και ο σαπρός, η μωρία και η οξυδέρκεια, η φιλοπατρία και ο καριερισμός.
________________________________________
δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα: Χρήστου Γιανναρά ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ στις 22 Ιουνίου 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου