Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Καλοκαίρι & επιστημονική φαντασία...

Ελληνικό καλοκαίρι, διακοπές, διάβασμα...


Γιάννης Σταύρου, Ύδρα II, λάδι σε καμβά,

Ένα χορταστικό διήγημα επιστημονικής φαντασίας για τον 21ο αιώνα...

Γράφτηκε το 1961 και ήδη συμβαίνει σε πάμπολλα μέρη του πλανήτη - άρα δεν μιλάμε πλέον για "φαντασία"...

Βέβαια διακρίνεται ακόμα από τη καλή διάθεση των ανθρώπων του '60 - δεν μπορούσε να προβλέψει ο άνθρωπος τη βαρβαρότητα της εποχής μας...

Τζέημς Γκράχαμ Μπάλαρντ

Δεύτερη Χιλιετία

Ολάκερη τη μέρα αλλά συχνά και τα βράδια μέχρι τις πρωινές ώρες, το ποδοβολητό ακουγόταν ν' ανεβοκατεβαίνει τη σκάλα έξω από το κλουβάκι του Ουώρντ. Όπως ήτανε χτισμένο στη στενή εσοχή, κει που η σκάλα έστριβε ανάμεσα στο τέταρτο και το πέμπτο πάτωμα, τα λεπτά του τοιχώματα λυγίζανε και τρίζανε σε κάθε βήμα, σα τη ξυλεία του σάπιου ανεμόμυλου. Περισσότεροι από εκατό άνθρωποι κατοικούσανε στα τρία πάνω πατώματα του σπιτιού κι ο Ουώρντ έμενε ξύπνιος στη στενή κουκέτα του μέχρι τις δύο και τις τρεις το πρωί, μετρώντας μηχανικά τους τελευταίους κατοίκους που γύριζαν από το νυχτερινό κινηματογράφο, που 'παιζε στο στάδιο, καμιά πεντακοσαριά μέτρα παρακάτω. Από το παράθυρό του μπορούσε ν' ακούσει κομμάτια ολάκερα από τους διαλόγους στη διαπασών, που φτάνανε στ' αφτιά του σα βουητό πάνω από τις στέγες των σπιτιών. Το στάδιο δεν ήτανε ποτέ άδειο. Στο διάστημα της ημέρας, η πελώρια τετράπλευρη οθόνη του ανεβαζότανε ψηλά κι εκεί γινόντανε συνέχεια αθλητικοί ή και ποδοσφαιρικοί αγώνες. Για κείνους που μένανε στα σπίτια, κοντά στο στάδιο, ο θόρυβος θα 'πρεπε να 'ταν ανυπόφορος.
Ο Ουώρντ είχε τουλάχιστον κάποια μοναξιά. Πριν δύο μήνες, προτού έρθει να κατοικήσει στη σκάλα μοιραζόταν ένα δωμάτιο με εφτά άλλους στο πρώτο πάτωμα ενός σπιτιού στην οδό 755 και το αδιάκοπο σπρωξίδι των ανθρώπων έξω από το παράθυρό του, τον είχε φέρει σε μια κατάσταση χρόνιας εξαντλήσεως. Ο δρόμος ήταν πάντοτε κατάμεστος, ένας συνεχής θόρυβος από φωνές και ποδοβολητά του τσάκιζε συνέχεια τα νεύρα. Όταν σηκωνόταν κατά τις έξι και μισή το πρωί και έτρεχε βιαστικά να πάρει σειρά στην ουρά έξω από το λουτρό, ο δρόμος ήταν κιόλας φίσκα από το πλήθος που τον πλημμύριζε από το ένα πεζοδρόμιο μέχρι το άλλο και η φασαρία αποκορυφωνόταν από το μουγκρητό του εναέριου σιδηρόδρομου, που περνούσε κάθε μισό λεπτό πάνω από τα μαγαζιά στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Μόλις είδε την αγγελία που περιέγραφε το κλουβάκι της σκάλας (αυτός, όπως άλλωστε κι όλοι, περνούσε την περισσότερη ελεύθερη ώρα του ψάχνοντας τις αγγελίες των εφημερίδων κι άλλαζε την κατοικία του κάθε δύο μήνες κατά μέσο όρο), μετακόμισε εκεί, με όλο που το νοίκι ήταν ακριβότερο. Ένα κλουβάκι κάτω από τη σκάλα, θα ήταν, σίγουρα σχεδόν, για ένα μονάχα άτομο.
Είχε πάντως και τα μειονεκτήματά του. Τα περισσότερα βράδια έρχονταν φίλοι του από τη βιβλιοθήκη, που βιάζονταν να ξεκουράσουν τους αγκώνες τους, ύστερα από το άγριο στριμωξίδι στο δημόσιο αναγνωστήριο. Το διαμερισματάκι ήταν λίγο μεγαλύτερο από τεσσεράμισι τετραγωνικά μέτρα, είχε δηλαδή εμβαδόν μισό τετραγωνικό μέτρο παραπάνω από το νόμιμο ανώτατο όριο για ένα μοναχικό άτομο, γιατί οι μαραγκοί επωφελήθηκαν παράνομα από την εσοχή δίπλα στην καμινάδα. Ο Ουώρντ μπόρεσε λοιπόν να χώσει μια καρεκλίτσα με ίσια πλάτη στο χώρο ανάμεσα στο κρεβάτι του και τη πόρτα, έτσι που ένας μόνο άνθρωπος με τη σειρά του αναγκαζόταν να καθίσει στο κρεβάτι. Στα περισσότερα διαμερισματάκια για εργένηδες, ο οικοδεσπότης κι ο ξένος του αναγκάζονταν να κάθονται πλάι-πλάι στο κρεβάτι, να μιλάνε πάνω από τους ώμους τους και ν' αλλάζουν πότε-πότε θέση για να μη πιαστεί ο σβέρκος τους.
-"Στάθηκες τυχερός που πέτυχες αυτήν εδώ τη γωνιά", δε κουράζονταν να του λέει και να του ξαναλέει ο Ρόσσιστερ, ο πιο τακτικός επισκέπτης του. Ξάπλωνε πίσω στο κρεβάτι, δείχνοντας το διαμερισματάκι με το χέρι του. "Είναι πελώριο, οι διαστάσεις του είναι πραγματικά καταπληκτικές. Δε νομίζω να 'ναι λιγότερο από πέντε τετραγωνικά μπορεί κι έξι".
Ο Ουώρντ κούνησε κατηγορηματικά το κεφάλι του. Ο Ρόσσιστερ ήταν μεν ο καλύτερος φίλος του, μα το ψάξιμο για κατοικήσιμο χώρο του 'χε δημιουργήσει σφοδρές αντιδράσεις.
-"Είναι μόνο λιγάκι μεγαλύτερο από τεσσεράμισι μέτρα, το 'χω μετρήσει με μεγάλη προσοχή. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι' αυτό". Ο Ρόσσιστερ σήκωσε το ένα του φρύδι.
-"Μου κάνει κατάπληξη. Θα φταίει τότε το ταβάνι".
Το να κάνουνε κατάχρηση του ταβανιού ήτανε το αγαπημένο κόλπο των ασυνείδητων ιδιοκτητών -οι περισσότερες καταχρήσεις του χώρου γίνονταν σε βάρος του ταβανιού, γιατί ήταν πιο εύκολο. Σπρώχνοντας προς τα πίσω τα λεπτά χωρίσματα, μπορούσαν ή ν' αυξήσουν τον καθορισμένο χώρο του διαμερίσματος για να ξεγελάσουν έναν υποψήφιο ενοικιαστή -πολλά παντρεμένα ζευγάρια έπεσαν έτσι στη φάκα κι έπαιρναν ένα κλουβάκι που πραγματικά ήταν για ένα άτομο- ή να τον μικρύνουν προσωρινά, όταν δέχονταν την επίσκεψη κανενός επιθεωρητή της Υπηρεσίας Στεγάσεως. Τα ταβάνια ήταν γεμάτα διασταυρούμενες μολυβένιες γραμμές που προσδιόριζαν τις αντίδικες απαιτήσεις των ενοικιαστών από τις δύο πλευρές του κοινού τοίχου. Κάποιος λίγο ντροπαλός πάνω στα δικαιώματά του, μπορούσε κυριολεκτικά να συνθλιβεί και να πάψει να υπάρχει. Και πραγματικά, αγγελία που ανάφερε «ήρεμη πελατεία» αντιστοιχούσε συνήθως σ' ευγενική πρόσκληση σε τέτοιου είδους απάτη.
-"Ο τοίχος γέρνει λιγάκι", παραδέχτηκε ο Ουώρντ. "Γέρνει κατ' ουσία κάπου τέσσερις μοίρες, τον έχω αλφαδιάσει, μα κι έτσι μένει μπόλικος χώρος για τον κόσμο να περνά". Ο Ρόσσιστερ γέλασε.
-"Και βέβαια, Τζων, απλούστατα ζηλεύω. Το δωμάτιο μου μου φέρνει τρέλα".


James Graham Ballard (1931-2009)

Όπως όλοι, έτσι κι αυτός χρησιμοποιούσε τον όρο «δωμάτιο» για να περιγράψει το μικρούτσικο κλουβάκι του. Επρόκειτο για παλιά συνήθεια που του είχε μείνει από την εποχή, όταν πριν από πενήντα χρόνια, οι άνθρωποι ζούσαν πραγματικά από ένας σε κάθε δωμάτιο και καμιά φορά κάτι εντελώς απίθανο, από ένας σε ολόκληρο διαμέρισμα ή και σε σπίτι. Τα μικροφίλμ στους αρχιτεκτονικούς καταλόγους στις βιβλιοθήκες έδειχναν σκηνές από μουσεία, από αίθουσες συναυλιών και άλλους δημόσιους χώρους, όπως φαινόντουσαν στο καθημερινό τους περιβάλλον, πολύ συχνά άδειες σχεδόν, με δυο-τρεις ανθρώπους να περιφέρονται σε κάποια τεράστια πινακοθήκη ή σάλα. Η κυκλοφορία γινόταν ελεύθερα στη μέση των δρόμων και στις πιο ήσυχες περιοχές, ολόκληρα τμήματα από πεζοδρόμια ήταν άδεια για καμιά πενηνταριά μέτρα και παραπάνω. Τώρα φυσικά, τα παλιά κτίρια είχαν γκρεμιστεί και τ' αντικατέστησαν με συστοιχίες από πολυκατοικίες ή είχαν διαμορφωθεί σε μπλοκ από διαμερίσματα. Η μεγάλη αίθουσα των τελετών της πρώην Δημαρχίας είχε διαχωριστεί οριζόντια σε τέσσερα πατώματα, που το καθένα τους είχε μοιραστεί σε καμιά εκατοστή κλουβάκια.
Όσο για τους δρόμους, η κυκλοφορία είχε πάψει προ πολλού να γίνεται από κει. Χώρια από μερικές ώρες πριν τα ξημερώματα, που μόνο τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα από κόσμο, κάθε δημόσιο πέρασμα ήταν πάντα φίσκα από πλήθη, που πηγαινοέρχονταν πεζή, αγνοώντας αναγκαστικά τ' αμέτρητα σήματα που κρεμόντουσαν πάνω από κεφάλια τους κι έγραφαν «Βαδίζετε εις το αριστερόν» κι αγωνιζόντουσαν σχεδόν για να περάσουν ο ένας τον άλλο καθώς πήγαιναν για το σπίτι ή για το γραφείο τους, με τα ρούχα σκονισμένα και τσαλακωμένα. Γίνονταν συχνά «μποτιλιαρίσματα», όταν ένα τεράστιο πλήθος ακινητοποιούνταν σε κάποιο πεζοδρόμιο. Αυτά τα μποτιλιαρίσματα διαρκούσαν καμιά φορά και μέρες ολόκληρες. Πριν δυο χρόνια, έτυχεν ο Ουώρντ σε τέτοιο μποτιλιάρισμα, ακριβώς έξω από το στάδιο. Επί σαράντα οχτώ ώρες ήταν παγιδευμένος σε πελώριο μποτιλιάρισμα από πεζούς, που το σχημάτισαν πάνω από είκοσι χιλιάδες άνθρωποι κι είχε γίνει από τα μπουλούκια του κόσμου που έβγαινε από τη μια μεριά από το στάδιο κι από τους άλλους που έρχονταν να μπουν σ' αυτό. Ένα ολόκληρο τετραγωνικό χιλιόμετρο της εκεί περιφέρειας είχε παραλύσει και θυμόταν ακόμα ζωηρά αυτό τον εφιάλτη, πως κουνιόταν ανήμπορα πάνω-κάτω στα πόδια του, καθώς το πλήθος μετακινιόταν και ταλαντευόταν με κίνδυνο να χάσει την ισορροπία του και να τον ποδοπατήσουν. Όταν η αστυνομία έκλεισε τελικά το στάδιο και σκόρπισε το μποτιλιάρισμα, γύρισε πίσω στο κλουβάκι του, με μελανιασμένο ολόκληρο το κορμί του και κοιμήθηκε μια βδομάδα.
-"'Ακουσα πως μπορεί να ελαττώσουν τον κατοικήσιμο χώρο στα τριάμιση μέτρα", είπε ο Ρόσσιστερ. Ο Ουώρντ δεν μίλησε μέχρι να κατέβει τη σκάλα μια σειρά από ενοικιαστές του έκτου πατώματος κρατώντας στο μεταξύ τη πόρτα για να εμποδίσει τη κλειδαριά ν' ανοίξει.
-"Αυτό το λένε συνέχεια", είπε. "Θυμάμαι να το λέν' εδώ και δέκα χρόνια".
-"Δε πρόκειται για φήμη. Μπορεί να είναι ανάγκη σε λίγο. Τριάντα εκατομμύρια άνθρωποι είναι στριμωγμένοι σε τούτη δω τη πόλη κι αυξάνονται κατά ένα εκατομμύριο σε μόλις ένα χρόνο. Το έχουνε συζητήσει πολύ σοβαρά στην Υπηρεσία Στεγάσεως". Ο Ουώρντ κούνησε το κεφάλι.
-"Είν' αδύνατο σχεδόν να μπορέσουν να εφαρμόσουνε τόσο δραστική επανεκτίμηση. Θα χρειαστεί να ξηλωθεί κάθε χώρισμα και να καρφωθεί ξανά. Η διοικητική εργασία μόνο, είναι τόσο πελώρια που θα 'ναι δύσκολο να την αντιμετωπίσουν. Εκατομμύρια κλουβάκια πρέπει να ξανασχεδιαστούν και να εγκριθούν, πρέπει να δοθούν άδειες κι από πάνω πρέπει να ταχτοποιηθεί από την αρχή κάθε ενοικιαστής. Τα περισσότερα κτήρια που έχουν κτιστεί μετά από τη τελευταία εκτίμηση, είναι υπολογισμένα με βάση τον κανονισμό των τεσσάρων μέτρων, δεν είναι απλούστατα δυνατό να κόψεις από μισό μέτρο από την άκρη κάθε χώρου και να πεις ύστερα πως αυτό κάνει τόσα και τόσα διαμερίσματα. Μπορεί και να φτάνουν στο πλάτος μόνο τις έξι ίντσες". Γέλασε. "Κακά τα ψέματα, πως μπορείς να ζήσεις σε μόλις τριάμιση μέτρα"; Ο Ρόσσιστερ χαμογέλασε.
-"Αυτό είναι το τελικό επιχείρημά σου; Το ίδιο χρησιμοποίησαν και πριν είκοσι πέντε χρόνια, κατά τη τελευταία επανεκτίμηση, όταν το ελάχιστο όριο κόπηκε από τα πέντε στα τέσσερα μέτρα. Είπαν τότε, πως αυτό δεν γίνεται, πως κανένας δεν μπορεί να ζήσει σε μονάχα τέσσερα μέτρα. Έφταναν για ένα κρεβάτι και μία βαλίτσα, μα δεν μπορούσες να ανοίξεις τη πόρτα για να μπεις μέσα. Ο Ρόσσιστερ μισογέλασε. "Πέσαν όλοι τους έξω. Βγάλαν απλούστατα την απόφαση ν' ανοίγουν προς τα έξω όλες οι πόρτες από τότε και στο εξής. Και τα τέσσερα μέτρα μείνανε". Ο Ουώρντ κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν εφτάμιση!
-"Ώρα να φάμε. Για να δούμε αν θα τα καταφέρουμε να περάσουμε απέναντι στο μπαρ φαγητού".
Γκρινιάζοντας γι' αυτή την ιδέα ο Ρόσσιστερ σηκώθηκε βαριεστημένος από το κρεβάτι. Βγήκαν από το κλουβάκι και κατέβηκαν τη σκάλα. Η σκάλα ήταν γεμάτη αποσκευές και κιβώτια με πράγματα, έτσι που ένας στενός χώρος μόνο έμενε ελεύθερος, σύρριζα στα κάγκελα. Όταν έφτασαν κάτω, το φρακάρισμα ήταν ακόμα χειρότερο. Οι διάδρομοι υπήρξαν αρκετά φαρδείς και τους είχαν χωρίσει σε διαμερισματάκια για έν' άτομο. Ο αέρας ήταν μουχλιασμένος και πνιγερός, στους χαοτικούς τοίχους ήταν απλωμένη βρεγμένη μπουγάδα κι ήταν κρεμασμένα πρόχειρα φανάρια για τρόφιμα. Το καθένα από τα πέντε δωμάτια στο κάθε πάτωμα φιλοξενούσε από μια ντουζίνα νοικάρηδες κι οι φωνές τους αντηχούσαν μέσα από τα χωρίσματα.
'Ανθρωποι κάθονταν στα σκαλοπάτια πιο ψηλά από το δεύτερο όροφο, χρησιμοποιώντας τη σκάλα σαν ανεπίσημο σαλόνι, μ' όλο που αυτό ήταν ενάντια στους κανονισμούς της πυροσβεστικής υπηρεσίας, γυναίκες φλυαρούσαν με άντρες που στέκονταν χωρίς σακάκια ουρά έξω από τα μπάνια, ενώ τα παιδιά χώνονταν ανάμεσα στα πόδια τους. Φτάνοντας στην έξοδο, ο Ουώρντ κι ο Ρόσσιστερ χρειάστηκαν ν' ανοίξουν με ζόρι το δρόμο τους ανάμεσα στους ενοίκους, που ήταν στριμωγμένοι σε κάθε πλατύσκαλο, που χασομερούσαν γύρω από τους πίνακες των αγγελιών ή σπρώχνονταν καθώς έμπαιναν από το δρόμο.
Παίρνοντας ανάσα στο κεφαλόσκαλο, ο Ουώρντ έδειξε το μπαρ φαγητού στην άλλη πλευρά του δρόμου. Απείχε μόλις τριάντα μέτρα, μα το πλήθος που κατέβαινε το δρόμο ήταν σαν το ποτάμι στη φουσκονεριά του, χωρίζοντάς τους από την αριστερή πλευρά. Η πρώτη προβολή στο στάδιο άρχιζε στις εννιά κι ο κόσμος είχε κιόλας ξεκινήσει για να 'ναι σίγουρος πως θα 'μπαινε μέσα.
-"Μπορούμε να πάμε αλλού;" ρώτησε ο Ρόσσιστερ στραβομουτσουνιάζοντας στη προοπτική να πάνε στο μπαρ φαγητού. Δεν ήταν μονάχα γεμάτο και θα 'πρεπε να περάσει μισή ώρα μέχρι να τους σερβίρουν, μα και το φαγητό θα ήταν άνοστο κι άγευστο. Το ταξίδι του, από τη βιβλιοθήκη που βρισκόταν τέσσερα τετράγωνα πιο πέρα, του είχε ανοίξει την όρεξη. Ο Ουώρντ σήκωσε τους ώμους του.
-"Υπάρχει μια άλλη τρύπα στη γωνιά, μ' αμφιβάλλω αν θα τα καταφέρουμε". Αυτό σήμαινε πως έπρεπε να κάνουν διακόσια μέτρα ανάντια στο ρεύμα και θα ήταν αναγκασμένοι να παλεύουν με το πλήθος στο δρόμο τους.
-"Μπορεί να έχεις δίκιο". Ο Ρόσσιστερ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Ουώρντ.
-"Ξέρεις κάτι Τζων, το κακό το δικό σου είναι, πως δε πας πουθενά, βρίσκεσαι πολύ μακριά από τη πραγματικότητα κι απλούστατα δε χαμπαρίζεις πόσο άσχημα γίνονται τα πράγματα".
Ο Ουώρντ κούνησε το κεφάλι του. Ο Ρόσσιστερ είχε δίκιο. Το πρωί, όταν ξεκινούσε για τη βιβλιοθήκη, το ρεύμα των πεζών κινιόταν μαζί του προς τα γραφεία κάτω στην πόλη' τα βράδια, όταν γύριζε, κυλούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ούτε κι είχε αλλάξει ποτέ τη ρουτίνα του. Μεγαλωμένος από τα δέκα του χρόνια σε δημοτικό ξενώνα, είχε χάσει σιγά-σιγά κάθε επαφή με τον πατέρα του και τη μητέρα του, που ζούσαν στην ανατολική πλευρά της πόλεως και δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να κάνουν το ταξίδι για να τον δουν. Αφού παράδωσε όλη τη πρωτοβουλία του στο δυναμικό της πόλεως, δεν είχε πια όρεξη να επιχειρήσει να τη ξαναπάρει πίσω μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει κάποια άνεση. Η δουλειά του στη βιβλιοθήκη τον έφερνε ευτυχώς σε επαφή με πολλούς νέους και μοιράζονταν έτσι τα ενδιαφέροντά τους. Αργά ή γρήγορα θα παντρευόταν, θα 'βρισκε ένα διπλό διαμερισματάκι κοντά στη βιβλιοθήκη και θα ταχτοποιόταν. Αν έκαναν αρκετά παιδιά (τρία ήταν το ελάχιστο όριο), μπορεί να εξασφάλιζαν κάποια μέρα κι ένα δωματιάκι δικό τους.
Μπήκαν στο ρεύμα των πεζών κι άφησαν να τους παρασύρει δέκα-είκοσι μέτρα, βιάσανε μετά το βήμα τους κι έκοψαν λοξά το πλήθος για να περάσουν με δυσκολία στην άλλη μεριά του δρόμου. Εκεί βρίσκοντας προστασία στις βιτρίνες των μαγαζιών, άνοιξαν αργά το δρόμο τους προς τα πίσω στο μπαρ φαγητού, κρατώντας άμυνα με τους ώμους τους στις αμέτρητες μικροσυγκρούσεις.
-"Πόσος υπολογίζουν να 'ναι ο πληθυσμός;" ρώτησε ο Ουώρντ, καθώς έφερναν βόλτα ένα περίπτερο που πουλούσε τσιγάρα και προχωρούσαν βήμα προς βήμα προς τα μπρος, όποτε τους δινόταν η ευκαιρία. Ο Ρόσσιστερ χαμογέλασε.
-"Με συγχωρείς, Τζων, θα 'θελα να σου το έλεγα, φοβάμαι όμως μη σε πιάσει πανικός. Χώρια απ' αυτό, ούτε και θα το πιστέψεις".
Ο Ρόσσιστερ εργαζότανε στο Ασφαλιστικό τμήμα της Δημαρχίας κι είχε ανεπίσημα τη δυνατότητα να παίρνει πληροφορίες από τις στατιστικές Απογραφής του Πληθυσμού. Στα τελευταία δέκα χρόνια αυτές οι στατιστικές έμπαιναν στο αρχείο, εν μέρει γιατί ήξεραν πως δεν ήταν ακριβείς, μα προπαντός επειδή υπήρχε φόβος να προκληθεί μια μαζική κρίση φοβίας για τον κλειστό χώρο. Είχανε συμβεί κιόλας μερικά κρούσματα, όχι έντονα βέβαια κι η επίσημη πολιτική γραμμή ήταν ν' ανακοινώνουνε πως ο παγκόσμιος πληθυσμός είχε φτάσει στο όριο των είκοσι χιλιάδων εκατομμυρίων. Κανένας δε το πίστευε κατά βάθος κι ο Ουώρντ υπέθεσε πως το 3% της ετήσιας αυξήσεως, που υπολογίστηκε το 1960, συνεχιζόταν ακόμα.
Πόσον καιρό θα μπορούσε να συνεχιστεί ακόμα, ήταν αδύνατο να το λογαριάσει κανείς. Παρά τις πιο απογοητευτικές προφητείες των ΝέοΜαλθουσιανών, η γεωργική παραγωγή της γης, τα κατάφερνε να συμβαδίζει με την αύξηση του πληθυσμού, μ' όλο που η εντατική καλλιέργεια σήμαινε πως το εννενήντα πέντε τοις εκατό της παραγωγής ήταν παγιδευμένο μόνιμα σ' αστικά αποθέματα. Μπόρεσαν επιτέλους και σταμάτησαν την εξάπλωση των πόλεων προς τα έξω. Και πραγματικά, όλες οι πρώην προαστιακές περιοχές του κόσμου, πάρθηκαν για την καλλιέργεια κι η πρόσθετη αύξηση του πληθυσμού έμεινε φυλακισμένη μέσα στις ήδη υπάρχουσες αστικές συνοικίες. Εξοχικές περιφέρειες που χρησίμευαν σαν εξοχή, δεν υπήρχαν πια. Σε κάθε τετραγωνικό πόδι του εδάφους φύτρωνε κάποια σοδειά, άσχετα τι ήταν αυτή η σοδειά. Περιοχές που ήταν κάποτε αγροί και λιβάδια του κόσμου, ήταν τώρα κατ' ουσίαν εργοστάσια με τον ίδιο εξελιγμένο τεχνικό εξοπλισμό και το ίδιο απρόσιτα στο κοινό, όπως κάθε άλλη βιομηχανική περιοχή. Οι οικονομικοί και οι ιδεολογικοί ανταγωνισμοί είχαν σβήσει προ πολλού μπροστά στην πρωταρχική αναζήτηση: την εσωτερική αποικιοποίηση της πόλεως.
-"Το πραγματικό φάσμα του προβλήματος πληθυσμού", εκμυστηρεύτηκε ο Ουώρντ στον Ρόσσιστερ, "είναι πως κανένας δε προσπάθησε ποτέ ν' ασχοληθεί μαζί του. Πριν πενήντα χρόνια ο μυωπικός εθνικισμός κι η βιομηχανική εξάπλωση όρισαν κάποια αμοιβή για την ανοδική πορεία του και σήμερα ακόμα η κρυφή υποκίνηση είναι να δημιουργήσεις μεγάλη οικογένεια για να εξασφαλίσεις λίγη ιδιωτική ζωή. Οι ανύπαντροι τιμωρούνται για τον απλούστατο λόγο πως επειδή είναι περισσότεροι δεν ταιριάζουν εύκολα στα διπλά και τα τριπλά διαμερισματάκια, ενώ η μεγάλη οικογένεια με την ασάλευτη λογική της εξοικονομήσεως χώρου είναι ο πραγματικός φταίχτης". Ο Ρόσσιστερ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, καθώς άνοιγε δρόμο για να φτάσει πιο κοντά στο μπαρ, έτοιμος να φωνάξει τη παραγγελία του.
-"Έχεις απόλυτο δίκιο. Όλοι μας κοιτάμε να παντρευτούμε μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουμε τα έξι τετραγωνικά μας". Δύο κοπέλες ακριβώς μπροστά τους γύρισαν και χαμογέλασαν.
-"Έξι τετραγωνικά", επανέλαβε η μια, -μελαχρινή κοπελίτσα με νόστιμο μακρουλό προσωπάκι. "Μου φαίνεται πως είσαι από κείνους τους νέους που θα 'πρεπε να γνωρίσω. Μήπως πρόκειται ν' ασχοληθείς με τίποτα κτηματικές υποθέσεις Χένρυ; Ο Ρόσσιστερ γέλασε και της έσφιξε το μπράτσο.
-"Γεια σου, Τζούντιθ. Το σκέφτομαι και πολύ μάλιστα. Τι θα 'λεγες να ξεκινούσαμε μαζί καμιάν ιδιωτική επιχείρηση"; Η κοπέλα ακούμπησε πάνω του όταν έφτασαν στον πάγκο.
-"Ωραία, μπορεί να το επιχειρήσω. Πρέπει όμως να είναι κάτι νόμιμο". Η άλλη κοπέλα, η Έλεν Ουώριγκ, βοηθός στη βιβλιοθήκη, τράβηξε το μανίκι του Ουώρντ.
-"Έμαθες τα τελευταία νέα, Τζων; Τη Τζούντιθ και μένα, μας πετάξαν έξω από το δωμάτιό μας. Βρισκόμαστε στο δρόμο αυτή τη στιγμή".
-"Πώς;" ξεφώνισε ο Ρόσσιστερ. Πήραν τις σούπες και τους καφέδες τους και τραβήχτηκαν στο πίσω μέρος του μπαρ.
-"Μα τι έγινε"; Η Έλεν του εξήγησε:
-"Ξέρεις εκείνο το μικρό ντουλαπάκι για τις σκούπες, έξω από το διαμέρισμά μας; Η Τζούντιθ κι εγώ το χρησιμοποιούσαμε σα γραφείο για μελέτη και πηγαίναμε 'κεί να διαβάσουμε. Η γριά το έμαθε λοιπόν και ξεσήκωσε ολόκληρη φασαρία λέγοντας πως παραβιάζουμε το νόμο κλπ. Με λίγα λόγια μας έδιωξε. Τώρα μάθαμε πως πρόκειται να το νοικιάσει σα μοναχικό διαμέρισμα". Ο Ρόσσιστερ χτύπησε το χέρι του στην άκρη του πάγκου.
-"Ένα ντουλαπάκι για σκούπες; Για να καθίσει κάποιος εκεί; Δεν θα μπορέσει να πάρει ποτέ της άδεια". Η Τζούντιθ κούνησε το κεφάλι της.
-"Τη πήρε κιόλας. Ο αδερφός της εργάζεται στην Υπηρεσία Στεγάσεως". Ο Ουώρντ γέλασε μέσα στη σούπα του.
-"Μα πως μπορεί να το νοικιάσει; Κανένας δε θα θελήσει να ζήσει σε ντουλάπι για σκούπες". Η Τζούντιθ στύλωσε βλοσυρά τα μάτια της επάνω του.
-"Το πιστεύεις στ' αλήθεια Τζων"; Ο Ουώρντ άφησε να του πέσει το κουτάλι.
-"Όχι, υποθέτω πως έχεις δίκιο. Οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να ζήσουν οπουδήποτε. Δεν ξέρω, μα το Θεό, ποιον πρέπει να λυπηθώ περισσότερο -εσάς τις δύο ή τον κακομοίρη που θα καθίσει σε κείνο το ντουλάπι. Κι εσείς τι θα κάνετε";
-"Ένα ζευγάρι, κάπου δύο τετράγωνα προς τα δυτικά, μας υπερνοικιάζει το μισό διαμερισματάκι του. Θα κρεμάσουνε σεντόνι στη μέση κι η Έλεν κι εγώ θα κοιμόμαστε με τη σειρά μας στο ράντσο. Δεν αστειεύομαι καθόλου, το δωμάτιό μας έχει κάπου δύο πόδια πλάτος. Είπα στην Έλεν πως θα 'πρεπε να το χωρίσουμε και πάλι και να υπερνοικιάσουμε στη διπλή τιμή από το νοίκι μας".
Γέλασαν πολύ μ' όλα αυτά κι ο Ουώρντ καληνύχτισε τους άλλους και γύρισε πίσω στο σπίτι του. Ο Διαχειριστής ακουμπούσε στη λεπτή πόρτα, γυρίζοντας ένα υγρό αποτσίγαρο πούρου γύρω-γύρω στο στόμα με την έκφραση της βαριεστημάρας ζωγραφισμένη στο αξύριστο πρόσωπό του.
-"Έχεις εδώ τέσσερα μέτρα κι εβδομήντα δύο", είπε στον Ουώρντ που στεκόταν έξω στη σκάλα χωρίς να μπορεί να μπει στο δωμάτιό του. 'Αλλοι ενοικιαστές περνούσαν από δίπλα τους στο κεφαλόσκαλο που δυο γυναίκες με μπικουτί και ρόμπες καβγάδιζαν τραβολογώντας θυμωμένα τον τοίχο από μπαούλα και κασόνια. Ο διαχειριστής τους έριχνε πότε-πότε νευριασμένες ματιές. "Τέσσερα κι βδομήντα δύο. Το μέτρησα δυο φορές". Το 'πε έτσι, σαν να τελείωνε εδώ κάθε δυνατότητα για παραπέρα συζήτηση.
-"Το ταβάνι ή το πάτωμα;" τον ρώτησε ο Ουώρντ.
-"Φυσικά το ταβάνι, τι σου πέρασε; Πώς μπορώ να μετρήσω το πάτωμα με όλες αυτές τις αηδίες"; Κλώτσησε μια κάσα με βιβλία που προεξείχε κάτω από το κρεβάτι. Ο Ουώρντ δεν απάντησε σε αυτό.
-"Ο τοίχος γέρνει αρκετά", του υπόδειξε. "Κάπου τρεις με τέσσερις μοίρες".
Ο διαχειριστής κούνησε το κεφάλι του αόριστα.
-"Οπωσδήποτε περνάει τις τέσσερις. Γέρνει πολύ". Γύρισε προς τον Ουώρντ που κατέβηκε αρκετά σκαλιά για ν' αφήσει να περάσουν ένας άντρας και μια γυναίκα.
-"Μπορώ να το νοικιάσω σαν διπλό".
-"Τι, με μονάχα τεσσεράμισι μέτρα;" τον ρώτησε με δυσπιστία ο Ουώρντ. "Πώς"; Ο άντρας που μόλις τον είχε περάσει έσκυψε πάνω από τον ώμο του διαχειριστή κι οσμίστηκε το δωμάτιο πιάνοντας κάθε λεπτομέρεια με μια ματιά που κράτησε ένα δευτερόλεπτο.
-"Τι νοικιάζεις εδώ, Λούη, ένα διπλό"; Ο διαχειριστής του έγνεψε να φύγει και κούνησε μετά το χέρι του στον Ουώρντ να μπει στο δωμάτιο, κλείνοντας τη πόρτα ξοπίσω του.
-"Στην ουσία, είναι πεντάρι", είπε στον Ουώρντ. "Μόλις βγήκαν νέοι κανονισμοί. Οτιδήποτε είναι πάνω από τέσσερα μέτρα πρέπει να θεωρείται διπλό σήμερα". Έριξε μια πονηρή ματιά στον Ουώρντ. "Τι γίνεται λοιπόν; Είναι σπουδαίο δωμάτιο, έχει χώρο όσο θέλεις, μάλλον σου δίνει την εντύπωση για τριάρι. Έχει έξοδο στη σκάλα, άνοιγμα για παράθυρο..." Σταμάτησε καθώς ο Ουώρντ έπεσε στο κρεβάτι κι έβαλε τα γέλια. "Τι έπαθες; Κοίτα δω, αν θέλεις ένα δωμάτιο μεγάλο σαν κι αυτό πρέπει να το πληρώσεις. Θέλω μισό νοίκι παραπάνω ή να του δίνεις". Ο Ουώρντ σκούπισε τα μάτια του, σηκώθηκε μετά βαριεστημένος κι άπλωσε το χέρι του στα ράφια.
-"Ησύχασε, φεύγω. Πάω να μείνω σε μια ντουλάπα για σκούπες. Έξοδο στη σκάλα, αυτό είναι σπουδαίο. Πες μου, Λούη, υπάρχει ζωή στον Ουρανό";
Προσωρινά, αυτός κι ο Ρόσσιστερ συνεταιρίστηκαν να νοικιάσουν ένα διπλό διαμερισματάκι σ' ένα μισό-γκρεμισμένο σπίτι, εκατό μέτρα μακριά από τη βιβλιοθήκη. Η γειτονιά ήταν άθλια και ξεθωριασμένη, τα σπίτια που νοικιάζονταν ήταν φίσκα από ενοικιαστές. Τα περισσότερα άνηκαν σε ιδιοκτήτες που έλειπαν ή σε δημοτικούς συνεταιρισμούς κι οι διαχειριστές που τα εκμεταλλεύονταν ήταν του χειρότερου είδους, μάζευαν μονάχα τα νοίκια, δε νοιάζονταν καθόλου πως χώριζαν οι ενοικιαστές τους τον κατοικήσιμο χώρο και δε δοκίμαζαν ποτέ ν' ανέβουν πέρα από το πρώτο πάτωμα. Μπουκάλια κι άδειοι τενεκέδες γέμιζαν τους διαδρόμους και τα λουτρά μοιάζανε σαν απόπατοι. Πολλοί από τους ενοικιαστές ήταν γέροι κι ανάπηροι που κάθονταν αδιάφοροι στα στενά διαμερισματάκια τους κι έγλειφαν ο ένας τον άλλον μέσα από τα λεπτά χωρίσματα. Το διπλό διαμέρισμα τους ήταν στο τρίτο πάτωμα, στο τέρμα ενός διαδρόμου, που έκανε το γύρο του κτιρίου. Ήταν αδύνατο να βγάλει κανείς άκρη με την αρχιτεκτονική του, τα δωμάτια έβγαιναν απ' όλες τις γωνίες, ευτυχώς όμως ο διάδρομος ήταν αδιέξοδο.
Το βουνό από κασόνια τελείωνε τέσσερα πόδια πριν από τον τελικό τοίχο κι ένα μικρό τοιχάκι χώριζε το διαμέρισμα, που είχε ακριβώς πλάτος για δύο κρεβάτια. Ένα ψηλό παράθυρο έβγαινε στον περίβολο του κτιρίου απέναντι. Αφού τακτοποίησε όλα τα υπάρχοντά του στο ράφι, πάνω από το κεφάλι του, ο Ουώρντ έγειρε προς τα πίσω στο κρεβάτι και περιεργαζόταν μουτρωμένος το ταβάνι μέσα από την απογευματινή καταχνιά.
-"Δεν είναι άσχημα εδώ", του είπε ο Ρόσσιστερ που άδειαζε τη βαλίτσα του. "Το ξέρω πως δεν έχουμε μια πραγματική ιδιαιτερότητα και θα τρελάνουμε ο ένας τον άλλο μέσα σε μια βδομάδα, μα τουλάχιστον δεν έχουμε έξι άλλους ν' αναπνέουν μέσα στ' αφτιά μας, δυο πόδια πιο πέρα από μάς και να μας ενοχλούν".
Το πιο κοντινό σε αυτούς διαμερισματάκι, ένα μοναχικό, ήταν φτιαγμένο μέσα από σειρές από βαλίτσες, έξι περίπου βήματα πιο πέρα στο διάδρομο, μα ο ένοικος του, ένας εβδομηντάρης, ήταν κουφός και κατάκοιτος.
-"Δεν είναι άσχημα", αντιλάλησε ο Ουώρντ απρόθυμα. "Και τώρα πες μου τα τελευταία στοιχεία για την αύξηση του πληθυσμού. Μπορεί να με παρηγορήσουν". Ο Ρόσσιστερ δεν μίλησε αμέσως, έπειτα χαμήλωσε τη φωνή του.
-"Τέσσερα τοις εκατό. Οχτακόσια εκατομμύρια περίσσιοι άνθρωποι μέσα σ' ένα χρόνο, μόλις κάτι λιγότερο απ' ότι ήταν ολόκληρος ο πληθυσμός της γης το 1950. Ο Ουώρντ σφύριξε χαμηλά.
-"Ώστε θα κάνουν ανεκτίμηση; Σε ποιο όριο; Στο τρία και μισό;
-"Στο τρία. Από τον ερχόμενο χρόνο".
-"Τρία τετραγωνικά μέτρα!" Ο Ουώρντ ανακάθισε κι έριξε μια ματιά ολόγυρα. "Μα αυτό είναι απίστευτο. Πάει τρελάθηκε ο κόσμος Ρόσσιστερ. Για όνομα του Θεού, πότε θα αποφασίσουν να κάνουν κάτι για να το σταματήσουν; Το καταλαβαίνεις ότι σε λίγο δεν θα υπάρχει αρκετός χώρος να καθίσεις κάτω κι ούτε λόγος να γίνεται για ξάπλωμα". Εκνευρισμένος καθώς ήταν κοπάνισε μια γροθιά στον τοίχο δίπλα του. Στο δεύτερο χτύπημα το χέρι του έριξε μια από τις ξύλινες τάβλες που τις είχε ντύσει ελαφρά με χαρτί.
-"Εεε!" Φώναξε ο Ρόσσιστερ. "Θα γκρεμίσεις το σπίτι". Βούτηξε πάνω από το κρεβάτι για να περισώσει τη τάβλα, που κρεμόταν μονάχη σ' ένα κομμάτι χαρτί. Ο Ουώρντ γλίστρησε το χέρι στο σκοτεινό χώρο από πίσω, τράβηξε προσεκτικά τη τάβλα και την ακούμπησε στο κρεβάτι.
-"Ποιος να 'ναι από την άλλη μεριά άραγε;" ψιθύρισε ο Ρόσσιστερ. "Λες να μας πήραν χαμπάρι"; Ο Ουώρντ κρυφοκοίταξε μες από το άνοιγμα, ψάχνοντας με τα μάτια στο θολό μισοσκόταδο. Ξαφνικά άφησε να του πέσει η τάβλα, άρπαξε τον Ρόσσιστερ από τους ώμους και τον τράβηξε προς το κρεβάτι.
-"Χένρυ! Κοίτα"! Ο Ρόσσιστερ ελευθερώθηκε από τα χέρια του και κόλλησε το πρόσωπό του στο άνοιγμα, προσάρμοσε αργά το βλέμμα του κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
Μπροστά τους ακριβώς, φωτισμένο από ένα βρώμικο φεγγίτη στο ταβάνι βρισκόταν ένα μέτριο δωμάτιο, περίπου δεκαπέντε τετραγωνικά μέτρα, εντελώς άδειο, αν δεν λογάριαζες τη σκόνη που είχε μαζευτεί στα σοβατεπιά. Το πάτωμα ήταν γυμνό, το σκέπαζαν μονάχα, που και που, μακρόστενα κομμάτια από κουρελιασμένο μουσαμά, οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ένα ξεθωριασμένο σχέδιο με λουλούδια. Κομμάτια από χαρτί είχαν ξεφλουδίσει εδώ και εκεί και κομμάτια από κορνίζες εικόνων είχαν σαπίσει, κατά τα άλλα το δωμάτιο ήταν κατοικήσιμο. Αναπνέοντας αργά, ο Ουώρντ έκλεισε με το πόδι την ανοιχτή πόρτα του διαμερίσματός τους και γύρισε έπειτα στον Ρόσσιστερ.
-"Χένρυ, το συνειδητοποίησες αυτό που ανακαλύψαμε; Το κατάλαβες, άνθρωπε του Θεού";
- Σκάσε! Χαμήλωσε τη φωνή σου, που να σε πάρει η οργή. Ο Ρόσσιστερ εξέτασε το δωμάτιο προσεκτικά.
-"Είναι απίθανο. Προσπαθώ ν' ανακαλύψω αν το χρησιμοποίησε κανείς τελευταία".
-"Φυσικά κι όχι", του υπέδειξε ο Ουώρντ. "Αυτό είναι ολοφάνερο. Δεν υπάρχει πόρτα στο δωμάτιο. Πρέπει να την είχανε καλύψει πριν χρόνια και να το 'χουνε ξεχάσει. Κοίτα τι βρώμικο που 'ναι". Ο Ρόσσιστερ είχε τα μάτια του κολλημένα στο δωμάτιο. Το μυαλό του δε μπορούσε να χωρέσει πόσο μεγάλο ήταν.
-"Έχεις δίκιο", μουρμούρισε. "Ποτέ θα μετακομίσουμε εκεί";
Τάβλα-τάβλα ελευθέρωσαν το κάτω μέρος της πόρτας και το κάρφωσαν σ' ένα ξύλινο πλαίσιο που να μπορούν να το βάζουν το ψεύτικο κομμάτι αμέσως πίσω στη θέση του. Έπειτα διαλέγοντας ένα απόγευμα, όταν το σπίτι ήταν μισό άδειο κι ο διαχειριστής κοιμόταν στο γραφείο του στο υπόγειο, έκαναν την πρώτη τους επιδρομή στο δωμάτιο. Ο Ουώρντ μπήκε μόνος, ενώ ο Ρόσσιστερ φύλαγε τσίλιες στο διαμερισματάκι.
Επί μία ώρα άλλαζαν τη βάρδια τους και περιφέρονταν αθόρυβα στο σκονισμένο δωμάτιο, απλώνοντας τα χέρια τους για να νιώσουν την απεριόριστη αδειοσύνη του, ρουφώντας μέσα τους το συναίσθημα της ανέσεως του χώρου. Μ' όλο που ήταν μικρότερο από πολλά χωρισμένα δωμάτια που είχαν μείνει, το δωμάτιο αυτό έμοιαζε απέραντα μεγαλύτερο κι οι τοίχοι του ήταν τεράστιοι, σαν βράχου που υψωνόταν προς τα επάνω, προς το φεγγίτη. Επιτέλους, έπειτα από δυο-τρεις μέρες μετακόμισαν εκεί.
Τη πρώτη βδομάδα ο Ρόσσιστερ κοιμόταν μόνος του στο δωμάτιο κι ο Ουώρντ στο διαμερισματάκι έξω. Τη μέρα την περνούσαν εκεί κι οι δύο μαζί. Σιγά - σιγά φέρανε κρυφά μερικά έπιπλα: δύο πολυθρόνες, ένα τραπέζι, μια λάμπα που έπαιρνε ρεύμα από την πρίζα στο διαμερισματάκι. Τα έπιπλα ήταν βαριά, της εποχής της Βικτορίας, ήταν τα πιο φτηνά που μπόρεσαν να εξασφαλίσουν και οι διαστάσεις τους τόνιζαν πόσο άδειο ήταν το δωμάτιο. Το καλύτερο μέρος το έπαιρνε μια πελώρια ντουλάπα από μαόνι, που την στόλιζαν σκαλισμένα αγγελούδια και ενισχυμένοι καθρέφτες, που αναγκάστηκαν να τους αποσυνδέσουν και να τους κουβαλήσουν στο σπίτι μέσα στις βαλίτσες τους. Έτσι όπως πύργωνε από πάνω τους θύμιζε στον Ουώρντ τα μικροφίλμ των γοτθικών καθεδρικών ναών, με τα ογκώδη τους αρμόνια, να κόβουν τους πλατείς νάρθηκες.
Ύστερα από τρεις βδομάδες κοιμόντουσαν κι οι δυο στο δωμάτιο, βρίσκοντας πως το διαμερισματάκι ήταν ανυπόφορα παραγεμισμένο. Ένα παραβάν, απομίμηση γιαπωνέζικου, χώριζε αρκετά ικανοποιητικά το δωμάτιο και δεν έκανε τίποτα για να το κάνει να φαίνεται πιο μικρό. Όταν κάθονταν εκεί τα βράδια, περιστοιχισμένοι από τα βιβλία και τα άλμπουμ τους, ο Ουώρντ ξεχνούσε αποφασιστικά τη πόλη έξω. Ευτυχώς πήγαινε στη βιβλιοθήκη από ένα πίσω δρόμο κι απόφευγε έτσι τους κατάμεστους δρόμους. 'Αρχισε να πιστεύει πως ο Ρόσσιστερ κι αυτός, είναι οι μοναδικοί πραγματικοί κάτοικοι του κόσμου. όλοι οι άλλοι δεν ήταν παρά υποπροϊόντα της υπάρξης τους, χωρίς καμιά σημασία, τυχαία αντίγραφα μιας συν-ταυτότητας που είχε ξεφύγει από τον έλεγχο. Ήταν ιδέα του Ρόσσιστερ να προσκαλέσουν τις δυο κοπέλες να μοιραστούν το δωμάτιο μαζί τους.
-"Τις πέταξαν πάλι έξω και μπορεί ν' αναγκαστούν να χωρίσουν", είπε στον Ουώρντ, κι ήταν φανερό πως στεναχωριόταν μη πέσει σε κακή παρέα η Τζούντιθ. "Πάντα υπάρχει ένα πάγωμα ενοικίων έπειτα από μιαν επανεκτίμηση, μα όλοι οι ιδιοκτήτες το ξέρουν και δε νοικιάζουν. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις δωμάτιο, όπως και να 'ναι". Ο Ουώρντ κούνησε το κεφάλι κι έγειρε αναπαυτικά στη μαονένια ροτόντα. Έπαιξε με τα κρόσσια του καταπράσινου αμπαζούρ και για μια στιγμή ένιωσε σα να 'τανε λογοτέχνης της Βικτοριανής εποχής, που διάγει μιαν απλωτή, άνετη ζωή ανάμεσα σε παραγεμισμένα έπιπλα.
-"Το εγκρίνω απόλυτα", συμφώνησε κι έδειξε με το χέρι του τις άδειες γωνίες. "Έχει χώρο εδώ όσο θέλεις πρέπει όμως να 'μαστε εντελώς σίγουροι πως δε θα το διαδώσουν".
Αφού πήραν τις αναγκαίες προφυλάξεις, μύησαν τις κοπέλες στο μυστικό και διασκέδασαν με την έκπληξή τους, που βρήκαν αυτό το ιδιωτικό σύμπαν.
-"Θα βάλουμε χώρισμα στη μέση", εξήγησε ο Ρόσσιστερ "και θα το βγάζουμε κάθε πρωί. Θα μπορέσετε να μετακομίσετε εδώ σε δυο-τρεις μέρες. Πώς σας φαίνεται";
-"Σπουδαίο!" Οι κοπέλες γούρλωσαν τα μάτια τους βλέποντας τη ντουλάπα, λοξοκοιτάζοντας τις ατελείωτες αντανακλάσεις τους στους καθρέφτες. Δεν υπήρχε καμιά δυσκολία στο να μπαινοβγαίνουν μέσα στο σπίτι. Οι ένοικοι άλλαζαν συνέχεια κι οι λογαριασμοί τοποθετούνταν στα ράφια με τα γράμματα. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για το ποια ήταν αυτά τα κορίτσια ούτε και για τις τακτικές επισκέψεις τους στο διαμερισματάκι. Εδώ και μισή ώρα μετά την άφιξή τους καμιά από τις κοπέλες δεν είχε αδειάσει ακόμη τη βαλίτσα της.
-"Τι συμβαίνει, Τζούντιθ;" ρώτησε ο Ουώρντ, περνώντας στριμωχτά από τα κρεβάτια των κοριτσιών στο στενό χώρο ανάμεσα στο τραπέζι και τη ντουλάπα. Η Τζούντιθ δίστασε κοιτάζοντας μια τον Ουώρντ, μια τον Ρόσσιστερ, που καθισμένος στο κρεβάτι αποτελείωνε το χώρισμα.
-"Τζων, συμβαίνει το εξής..." Η Έλεν Ουώριγκ, καθώς ήτανε πιο πρακτική, ανέλαβε αυτή, ισώνοντας με τα δάχτυλα της το κρεβατοσκέπασμα.
-"Αυτό που προσπαθεί να πει η Τζούντιθ είναι πως η θέση μας εδώ είναι κάπως δύσκολη. Το χώρισμα είναι..." Ο Ρόσσιστερ σηκώθηκε.
-"Προς Θεού, μη στεναχωριέσαι Έλεν", την διαβεβαίωσε μιλώντας σ' ένα ψίθυρο πιο δυνατό, από κείνο που χρησιμοποιούσαν άθελά τους. "Δε πρόκειται να επιχειρήσουμε τίποτα. Μπορείτε να μας έχετε εμπιστοσύνη. Αυτό το χώρισμα είναι δυνατό σαν βράχος". Οι δυο κοπέλες κούνησαν τα κεφάλια τους.
-"Δεν είναι αυτό", εξήγησε η Έλεν, "μα δεν είναι όλη την ώρα στη θέση του. Λέγαμε πως αν είχαμε εδώ μαζί μας ένα πρόσωπο πιο ηλικιωμένο, ας πούμε τη θεία της Τζούντιθ -δεν θα 'παιρνε πολύ χώρο κι είναι γλύκα στ' αλήθεια δε θα μας ένοιαζε καθόλου για το χώρισμα- εκτός από τις νύχτες", πρόσθεσε γρήγορα. Ο Ουώρντ έριξε μια ματιά στον Ρόσσιστερ, που σήκωσε τους ώμους του κι άρχισε να εξετάζει επισταμένα το πάτωμα.
-"Είναι μια ιδέα", είπε ο Ρόσσιστερ. "Ο Τζων κι εγώ καταλαβαίνουμε πως νιώθετε. Γιατί όχι";
-"Και βέβαια", συμφώνησε ο Ουώρντ. Έδειξε με το δάχτυλό του το χώρο ανάμεσα στα κρεβάτια των κοριτσιών και το τραπέζι. "Ένας παραπάνω δε θα κάνει καμιά διαφορά". Τα κορίτσια ξεφώνισαν από τη χαρά τους. Η Τζούντιθ πλησίασε τον Ρόσσιστερ και τον φίλησε στο μάγουλο.
-"Λυπάμαι πολύ που σου 'γινα ενοχλητική, Χένρυ". Του χαμογέλασε. "Αυτό το χώρισμα που 'κανες είναι υπέροχο. Μήπως θα μπορούσες να φτιάξεις έν' άλλο για τη θεία, -ένα μικρούτσικο χωρισματάκι; Είναι γλύκα, μα τα έχει τα χρονάκια της".
-"Φυσικά", είπε ο Ρόσσιστερ. "Καταλαβαίνω. Μου 'χει περισσέψει ένα σωρό ξυλεία". Ο Ουώρντ κοίταξε το ρολόι του.
-"Είναι εφτάμιση, Τζούντιθ. Φρόντισε να επικοινωνήσεις με τη θεία σου. Μπορεί να μη τα καταφέρει να 'ρθει σήμερα". Η Τζούντιθ κούμπωσε το παλτό της.
-"Ω, θα τα καταφέρει", βεβαίωσε τον Ουώρντ. "Θα γυρίσω αμέσως". Η θεία κατέφθασε σε πέντε λεπτά, με τρεις βαριά φορτωμένες βαλίτσες.
-"Είναι καταπληκτικό", είπε ύστερα από τρεις μήνες ο Ουώρντ στον Ρόσσιστερ. "Ακόμα δε μπορώ να συνέλθω από το μέγεθος αυτού του δωματίου. Σα να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα".
Ο Ρόσσιστερ συμφώνησε πρόθυμα, γυρίζοντας τα μάτια του από μια από τις κοπέλες που άλλαζε πίσω από το κεντρικό χώρισμα. Το άφηναν τώρα στη θέση του γιατί βαρέθηκαν να το διαλύουν κάθε μέρα. Χώρια από αυτό, το βοηθητικό χώρισμα της θείας στηριζόταν επάνω του και της κακοφαινόταν αυτή η συνεχής ανακατωσούρα. Ήταν ήδη αρκετά δύσκολο να κάνουν τη θεία να εκτελεί το γύμνασμα της εξόδου και της εισόδου μέσα από τη καμουφλαρισμένη πόρτα για να βγει και να μπει στο διαμερισματάκι. Παρ' όλ' αυτά, φαίνονταν μάλλον απίθανο να μπορούσε να τους ανακαλύψει κανείς. Το δωμάτιο θα 'πρεπε να 'χε χτιστεί εκ των υστέρων στον κεντρικό φωταγωγό του σπιτιού και κάθε θόρυβος καμουφλαριζόταν από τις αποσκευές που ήταν σωριασμένες στον περιφερειακό διάδρομο. Ακριβώς από κάτω, βρισκόταν ένα μικρό υπνωτήριο που μένανε μερικές ηλικιωμένες γυναίκες κι η θεία της Τζούντιθ που τις επισκεπτόταν από λόγους ευγένειας ορκιζόταν πως κανένας ήχος δεν περνούσε από το βαρύ ταβάνι. Ο φεγγίτης επάνω έβγαινε μέσα από ένα προεξέχον παράθυρο και το φως του δε ξεχώριζε από τις εκατοντάδες άλλες λάμπες που καίγανε στα παράθυρα του σπιτιού.
Ο Ρόσσιστερ τελείωσε το καινούριο χώρισμα που έφτιαχνε και το στερέωσε ψηλά ταιριάζοντας το στο αυλάκι που είχε καρφώσει στο τοίχο ανάμεσα στο δικό του κρεβάτι και του Ουώρντ. Είχαν μείνει σύμφωνοι πως αυτό θα τους έδινε λίγο περισσότερη μοναξιά.
-"Οπωσδήποτε θα χρειαστεί να κάνω ένα και για τη Τζούντιθ και την Έλεν", εκμυστηρεύτηκε στον Ουώρντ. Ο Ουώρντ ταχτοποιούσε το μαξιλάρι του. Είχαν πάει κρυφά τις δύο πολυθρόνες πίσω στο επιπλοπωλείο γιατί πιάνανε πολύ χώρο. Όπως και να 'ταν, το κρεβάτι ήταν πιο βολικό. Δεν μπόρεσε ποτέ να συνηθίσει εντελώς σ' έπιπλα με ταπετσαρία.
-"Δεν είναι άσχημη ιδέα. Τι θα 'λεγες να βάζαμε μερικά ράφια γύρω στον τοίχο; Δεν έχω μέρος να ακουμπήσω τίποτα".
Τα ράφια τακτοποίησαν το δωμάτιο αρκετά, ξεκαθαρίζοντας μεγάλες περιοχές στο πάτωμα. Χωρισμένα με τα χωρίσματά τους τα πέντε κρεβάτια στέκονταν στη σειρά στον πίσω τοίχο, αντικριστά στη μαονένια ντουλάπα. Ανάμεσά τους ήταν άδειος χώρος κάπου τρία με τέσσερα πόδια κι άλλα έξι πόδια από κάθε πλευρά της ντουλάπας. Η θέα τόσου μεγάλου χώρου σαγήνευε τον Ουώρντ. Όταν ο Ρόσσιστερ ανάφερε πως η μητέρα της Έλεν ήταν άρρωστη κι είχε απόλυτη ανάγκη από προσωπική φροντίδα, κατάλαβε μεμιάς που μπορούσε να γίνει το διαμερισματάκι της -στα πόδια του κρεβατιού του, ανάμεσα στη ντουλάπα και τον πλαϊνό τοίχο. Η Έλεν καταχάρηκε.
-"Είσαι πάρα πολύ καλός, Τζων", του είπε, "θα σε πείραζε όμως να κοιμόταν δίπλα μου η μητέρα; Υπάρχει αρκετός χώρος να βάλουμε άλλο ένα κρεβάτι".
Έτσι ο Ρόσσιστερ αποσύνδεσε τα χωρίσματα και τα έβαλε πιο κοντά, έξι κρεβάτια τώρα κατά μήκος του τοίχου... Αυτό τους έδινε τώρα έναν ελεύθερο χώρο από δυόμισι πόδια πλάτος, ακριβώς τόσο χώρο όσος χρειαζόταν να στριμωχτούν στην άκρη του κρεβατιού τους. Πλαγιασμένος στη δεξιά άκρη, με τα ράφια δυο πόδια πάνω από το κεφάλι του, ο Ουώρντ μόλις μπορούσε κι έβλεπε τη ντουλάπα, μα ο χώρος μπροστά του, έξι πόδια καθαρά μέχρι τον τοίχο απέναντι, δε διακοπτόταν από τίποτα. Και τότε έφτασε κι ο πατέρας της Έλεν.
Καθώς χτύπησε τη πόρτα του διαμερίσματος, ο Ουώρντ χαμογέλασε στη θεία της Τζούντιθ που τον έφερε μέσα. Τη βοήθησε να γυρίσει το στρωμένο κρεβάτι που φύλαγε την είσοδο και χτύπησε μετά τη ξύλινη τάβλα. Σε μια στιγμή, ο πατέρας της Έλεν, ένας γκριζομάλλης κοντούλης με φανέλα και τιράντες δεμένες στα παντελόνια του με σχοινάκια, τράβηξε προς τα πίσω την ξύλινη επένδυση. Ο Ουώρντ του κούνησε το κεφάλι και πέρασε πάνω από τις αποσκευές που ήταν σωριασμένες στο πάτωμα, στα πόδια των κρεβατιών. Η Έλεν ήταν στο διαμερισματάκι της μάνας της και βοηθούσε τη γριά να πιει το βραδινό της ζουμί. Ο Ρόσσιστερ, μούσκεμα στον ιδρώτα, γονάτιζε μπροστά στη μαονένια ντουλάπα και ξεβίδωνε με μια πένσα το πλαίσιο του κεντρικού καθρέφτη. Κομμάτια της ντουλάπας ήταν σκορπισμένα στο κρεβάτι του και πάνω στο πάτωμα.
-"Θα πρέπει ν' αρχίσουμε να τα βγάζουμε έξω αύριο το πρωί", του είπε ο Ρόσσιστερ. Ο Ουώρντ περίμενε μέχρι που να περάσει ο πατέρας της Έλεν και να τραβήξει και τα πόδια του στο διαμερισματάκι του. Είχε προσαρμόσει μια μικρή χαρτονένια πόρτα και τη κλείδωσε ξοπίσω του, μ' ένα γάντζο που τον είχε φτιάξει άγαρμπα από λυγισμένο σύρμα. Ο Ρόσσιστερ τον παρακολουθούσε κατσουφιάζοντας νευριασμένα.
-"Σε μερικούς ανθρώπους δεν τους καίγεται καρφί. Αυτή η ντουλάπα με ξελίγωσε. Πως μας ήρθε να την αγοράσουμε"; Ο Ουώρντ κάθισε στο κρεβάτι του. Το χώρισμα πίεζε τα πόδια του και μόλις μπορούσε να κινηθεί. Σήκωσε τα μάτια την ώρα που ο Ρόσσιστερ ήταν απασχολημένος κι είδε πως η διαχωριστική γραμμή που είχε τραβήξει με μολύβι ήταν κρυμμένη από το χώρισμα που του είχαν καρφώσει το κάτω μέρος του στο πάτωμα. Τότε ακούστηκε δυνατό χτύπημα έξω από τη πόρτα του διαμερίσματος -η Τζούντιθ γύριζε από το γραφείο. Ο Ουώρντ πήγε να σηκωθεί, ξανακάθισε όμως.
-"Κύριε Ουώριγκ", φώναξε χαμηλόφωνα. Ήταν η νύχτα της σκοπιάς του γέρου. Ο Ουώριγκ έφτασε σέρνοντας τα πόδια του ως τη πόρτα του διαμερίσματός του και την άνοιξε με πολύ γκρίνια, μονολογώντας:
-"Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω". Σκόνταψε στο σακί με τα εργαλεία του Ρόσσιστερ κι έβρισε δυνατά, έπειτα πρόσθεσε με σημασία πάνω από τον ώμο του: "Αν θέλετε τη γνώμη μου, παραείναι πολλοί άνθρωποι εδώ μέσα. Εκεί κάτω έχουν μονάχα έξι ενώ εμείς είμαστε εφτά και το δωμάτιο είναι το ίδιο".
Ο Ουώρντ κούνησε αόριστα το κεφάλι του και ξάπλωσε στο στενό του κρεβάτι προσπαθώντας να μη κοπανήσει το κεφάλι του στα ράφια. Ο Ουώριγκ δεν ήταν ο πρώτος που του έκανε νύξη πως θα 'πρεπε να φύγει. Η θεία της Τζούντιθ του έκανε την ίδια πρόταση πριν δύο μέρες. Από τότε που άφησε τη δουλειά του στη βιβλιοθήκη -το μικρό νοίκι που έπαιρνε από τους άλλους του έφτανε για τη λίγη τροφή που χρειαζόταν- περνούσε τον περισσότερο καιρό του στο δωμάτιο, βλέποντας κάπως περισσότερο τον γέρο από ό,τι θα 'θελε, μα είχε μάθει να τον ανέχεται.
Καθώς τακτοποιόταν, πρόσεξε πως ο δεξιός πυργίσκος της ντουλάπας, ο μόνος που μπορούσε κι έβλεπε τους περασμένους δύο μήνες, είχε κι αυτός ξεβιδωθεί. Ήταν ωραίο έπιπλο, που κατά κάποιο τρόπο συμβόλιζε ολόκληρο τον κόσμο του κι ο πωλητής στο μαγαζί του 'χε πει πως είχαν μείνει λίγες τέτοιες ντουλάπες. Για μια στιγμή ο Ουώρντ ένιωσε ξαφνικά τη καρδιά του να σφίγγεται από λύπηση, όπως το πάθαινε όταν ήταν παιδί κι ο πατέρας του, πάνω στο θυμό του, του 'παιρνε κάτι που 'ξερε πως δε θα το ξανάβλεπε πια.
Έπειτα συμμαζεύτηκε. Ήταν μια όμορφη ντουλάπα, δεν υπήρχε αμφιβολία γι' αυτό, μα όταν θα 'φευγε από τη μέση, θα 'κανε το δωμάτιο να φαίνεται ακόμα μεγαλύτερο.

-------------------------------


Billennium, James Graham Ballard (1961)

Μτφ, Κίρα Σίνου

Δεν υπάρχουν σχόλια: