Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Όχι στη φασιστική & ανεγκέφαλη απαγόρευση του καπνίσματος...

Οι μαζάνθρωποι του πολιτικά ορθού & της βλακείας δεν αφήνουν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους...

Καταλύθηκαν πια τα πάντα: αισθητικές, σκέψεις, δημιουργικότητα, ατομικότητα, αυτοδιάθεση, κοινωνικός ιστός, οικονομία...

Η βλακεία, βλέπετε είναι ανίκητη!

Ζούμε άλλωστε στην εποχή των καθυστερημένων..!

Τώρα θέλουν να μας προστατεύσουν κι από τα πάθη μας! Έλεος...

Αφιερώνουμε, με τη σειρά μας, τα παρακάτω κείμενα και εικόνες στον καπνό των ρεμβασμών και των συζητήσεων με τσιγάρο...


Προσυπογράφουμε την ανάρτηση του blog

Ζωγραφική - Γιάννης Σταύρου:


Γιάννης Σταύρου, Γυναίκα με καπέλο, λάδι σε καμβά

Αφιερωμένο στους παντοτινούς καπνιστές - πρώην και νυν...

Στους εστέτ της απόλαυσης του καπνού...

Στους ρεμβασμούς, στις σκέψεις, στις συζητήσεις με τσιγάρο...

(Ενόψει της φασιστικής απαγόρευσης που οι ανεγκέφαλοι μαζάνθρωποι θα μας επιβάλουν από 1 Σεπτεμβρίου)

Τσέζαρε Παβέζε

Δύο Τσιγάρα

Κάθε βράδυ είναι ελευθερία. Κοιτάς τις αντανακλάσεις
της ασφάλτου πάνω στους δρόμους που ανοίγουν διάπλατα, λάμποντας στον άνεμο.
Κάθε περαστικός έχει ένα πρόσωπο και μια ιστορία.
Αλλά αυτή την ώρα δεν υπάρχει πλέον κούραση: τα χιλιάδες λαμπιόνια
είναι όλα για όποιον δεν μπορεί να ανάψει ένα σπίρτο.
Η φλογίτσα σβήνεται, στο πρόσωπο της γυναίκας
που μου ζήτησε το σπίρτο. Ο αέρας σβήνει την φλόγα.
Απογοητευμένη η γυναίκα μού ζητάει ένα άλλο
που σβήνεται κι αυτό: η γυναίκα γελάει σιγανά.
Εδώ μπορούμε να μιλάμε φωναχτά και να φωνάζουμε,
αφού κανείς δεν μας ακούει. Σηκώνουμε τα μάτια
στα πολλά παράθυρα- μάτια σβηστά που κοιμούνται-
και περιμένουμε. Η γυναίκα σφίγγει τις πλάτες και
παραπονιέται ότι έχασε τη χρωματιστή της εσάρπα
που τη ζέσταινε τη νύχτα. Αλλά αρκεί να γείρουμε
στη γωνία και ο αέρας δεν είναι πλέον παρά ένα φύσημα.
Πάνω στην κατεστραμμένη άσφαλτο υπάρχει ήδη ένα αποτσίγαρο.
Αυτή η εσάρπα ήρθε από το Ρίο, αλλά η γυναίκα λέει
ότι είναι χαρούμενη που την έχασε, γιατί συνάντησε εμένα.
Εάν η εσάρπα ήρθε από το Ρίο, πέρασε τη νύχτα
πάνω από τον φωτισμένο ωκεανό με το μεγάλο υπερωκεάνιο.
Βέβαια , νύχτες με αέρα σαν κι αυτή . Είναι το δώρο ενός ναύτη του.
Ο ναύτης δεν υπάρχει πλέον. Η γυναίκα μού λέει σιγανά
ότι, εάν ανέβω μαζί της, θα μου δείξει το πορτραίτο του
με τα σγουρά μαλλιά και μαυρισμένο από τον ήλιο. Ταξίδευε πάνω σε βρώμικα βαπόρια
και καθάριζε τις μηχανές: εγώ είμαι πιο ωραίος.
Πάνω στην άσφαλτο υπάρχουν δυο αποτσίγαρα. Κοιτάμε στον ουρανό:
Το παράθυρο εκεί ψηλά- μου δείχνει με το δάχτυλο η γυναίκα- είναι το δικό μας.
Αλλά εκεί πάνω δεν υπάρχει θερμάστρα. Τη νύχτα, πίσω από τα βαπόρια που περνάνε
λάμπουν λίγα φώτα ή μονάχα τ’ αστέρια .
Πιασμένοι αλαμπρατσέτα διασχίζουμε την άσφαλτο, παίζοντας για να ζεσταθούμε.

(μετάφραση: Γιάννης Η. Παππάς)


Cesare Pavese (1908-1950)

Δεν υπάρχουν σχόλια: