Μιχάλης Οικονόμου, ΤοπίοΜε αφορμή τα δέκα χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου στοχαστή, αναδημοσιεύουμε το εξαιρετικό το άρθρο του Κώστα Κουτσουρέλη:Δέκα χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου φιλόσοφου Παναγιώτη ΚονδύληΤου Κωστα Κουτσουρελη*, Η Καθημερινή, 20/07/2008
«Το βιβλίο αυτό είναι ένα μεγάλο ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ενας συγγραφέας ξεκινάει να τα βάλει με τη Δύση και στο πέρασμά του δεν αφήνει λίθο επί λίθου». Μ’ αυτές τις φράσεις υποδεχόταν στα 1984 η εφημερίδα «Φρανκφούρτερ Ρουντσάου» το «Ισχύς και Απόφαση» του Παναγιώτη Κονδύλη.
Το «Ισχύς και Απόφαση» είναι πράγματι ένα βιβλίο ριζοτομικό, ριζοσπαστικό – με την αρχική σημασία αυτής της λέξης, που από την πολυχρησία έχει καταντήσει σήμερα ανυπόληπτη. «Μικρό σε έκταση, αλλά μεγάλο σε περιεχόμενο», όπως το αποκάλεσε ένας άλλος Γερμανός κριτικός, είναι το νοερό κέντρο γύρω από το οποίο δορυφορεί όλη η κονδύλεια σκέψη, ένα κατόρθωμα καθολικής εποπτείας της ευρωπαϊκής ιστορίας των ιδεών και ακόμη ένα τόλμημα αβυσσαλέας φιλοδοξίας. Ο σχηματισμός και η αποκρυστάλλωση των κοσμοεικόνων και των ιδεολογιών· η χρήση και η χρησιμότητα των δεοντικών επιταγών και της κανονιστικής σκέψης· οι διαρκείς μεταμφιέσεις του ορμέμφυτου της αυτοσυντήρησης κάτω από την προσωπίδα των υψηλών ιδεών· η αποκαθήλωση του ίδιου του «Πνεύματος» ως μηχανισμού μετάφρασης των γυμνών αξιώσεων της ισχύος στην άυλη γλώσσα των συμβόλων και των εννοιών: αυτά είναι, με δυο λόγια, τα θέματά του.
Οταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο Παναγιώτης Κονδύλης εγκαταλείπει την Ελλάδα για να εγκατασταθεί στη Γερμανία, είναι ήδη κάτι περισσότερο από ένας νέος αξιοπρόσεκτος συγγραφέας. Φοιτητής ακόμη στην Αθήνα είχε στρατευθεί στην υπόθεση της κομμουνιστικής Αριστεράς. Γρήγορα όμως θα της στρέψει την πλάτη, χωρίς διόλου να αποπειραθεί να την αντικαταστήσει με ένα άλλο ιδεολόγημα. «Οταν έκοψα τα ναρκωτικά, το έκανα οριστικά», θα πει πολλά χρόνια αργότερα. Παρ’ όλ’ αυτά, η στράτευση και ο αγώνας, ως υπαρξιακά βιώματα, θα σταθούν καθοριστικά για την μετέπειτα εξέλιξή του. Ο αναγνώστης μπορεί να το διαισθανθεί στον δριμύ πολεμικό, τον σχεδόν εριστικό τόνο των κειμένων του. Αλλά και στις βασικές φιλοσοφικές του θέσεις. Οι ιδέες είναι όπλα, θα γράψει, όλη η σκέψη είναι από τη φύση της πολεμική.
Το διάστημα 1970 - 1978 θα παρουσιάσει μια μεγάλη σειρά μεταφράσεων από τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά. Δεκαέξι συνολικά τόμοι με κείμενα συγγραφέων όπως ο Μαξ Χορκχάιμερ, ο Αρνολντ Χάουζερ, ο Ερνστ Κασσίρερ, ο Νικολό Μακιαβέλλι. Εκείνη η δίτομη έκδοση των «Εργων» του Φλωρεντινού περιλαμβάνει και το πρώτο σημαντικό δημοσίευμα του νεαρού Κονδύλη (1971 - 72), ένα εισαγωγικό δοκίμιο διακοσίων σχεδόν σελίδων.
Το 1977 υποστηρίζει στη Χαϊδελβέργη τη διατριβή του επί διδακτορία. Θέμα της η «Γένεση της διαλεκτικής» στο πρώιμο έργο των Χαίλντερλιν, Χέγκελ και Σέλλινγκ. Από τη διατριβή αυτή θα προκύψουν τα δύο πρώτα ογκώδη βιβλία του Κονδύλη. Ο ομότιτλος τόμος (1979) και ο «Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός» (1981). Αυτός ο δεύτερος θα χαρακτηριστεί έργο μνημειώδες και παραμένει ώς σήμερα το βασικό έργο αναφοράς για τον Διαφωτισμό στη γερμανόφωνη βιβλιογραφία. Τα βιβλία που θα ακολουθήσουν για την «Κριτική της Μεταφυσικής» (1983), τον «Συντηρητισμό» (1986), την «Θεωρία του Πολέμου» (1988), την «Παρακμή του αστικού τρόπου ζωής» (1991) θα συμπληρώσουν την εικόνα του Κονδύλη ως συστηματικού στοχαστή και ιστορικού των ιδεών. Κάποια από αυτά θα πυροδοτήσουν εκτεταμένες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις.
Ο Κονδύλης υπήρξε συγγραφέας με όλη τη σημασία της λέξης. Αγαπούσε την πυκνή διατύπωση, τις σχοινοτενείς παραγράφους που καλύπτουν σελίδες ολόκληρες, τον υποτακτικό λόγο με τις πυραμιδωτές δευτερεύουσες προτάσεις – αλλά και τους κοφτούς αφορισμούς, και τις δραματικές κορυφώσεις. Ο αγώνας του ήταν πάντα με το λίπος των λέξεων. Εβρισκε στη σύνταξη της γερμανικής γλώσσας κάτι από την ευπλασία της θουκυδίδειας διατύπωσης.
Γενικά, τα πρότυπά του ήταν κλασικά, αρχαία ελληνικά. Απεχθανόταν σφόδρα τα «κινέζικα» της μετανεωτερίζουσας θεωρητικολογίας, αυτό το επιστημονίζον ζαργκόν που απεδαφίζει τη σκέψη από τα πράγματα.
Παρά ταύτα, το γράψιμό του δεν είναι εύκολο. Ο απίστευτος όγκος του υλικού που διεξέρχεται, απαιτεί από τον αναγνώστη διαρκή εγρήγορση και πειθαρχία. Προσιτότερα είναι τα μικρότερά του δοκίμια, εκείνα που έγραψε προλογίζοντας έργα του Λίχτενμπεργκ ή του Τσέζαρε Παβέζε λ.χ., και που με τον προσωπικό τους τόνο κάποτε ξαφνιάζουν τον αναγνώστη. Οι συνεντεύξεις του που συγκεντρώθηκαν στο «Αόρατο χρονολόγιο της σκέψης» (1998) είναι για τον αμύητο που ενδιαφέρεται να τον προσεγγίσει, η καταλληλότερη ίσως εισαγωγή στη σκέψη του. Η πρόσφορά του στα εκδοτικά μας πράγματα υπήρξε ανυπολόγιστη. Τα βιβλία που μετέφρασε, επιμελήθηκε και εξέδωσε πλησιάζουν τα ενενήντα. Με τον Κονδύλη η ελληνική φιλοσοφική βιβλιογραφία εγκαταλείπει τον χώρο του τυχαίου και του σπασμωδικού και περνάει στην περιοχή του προγράμματος. Ακόμη και αν ο Κονδύλης δεν είχε γράψει λέξη δική του, το ογκώδες αυτό μεταφραστικό έργο θα αρκούσε για να συντηρήσει το όνομά του στην ιστορία των ελληνικών Γραμμάτων.
Με το πανεπιστήμιο, ελληνικό και γερμανικό, δεν τα πήγε ποτέ καλά. Αρκετά βιβλία του έφτασαν να γίνουν φοιτητικά εγχειρίδια, ο ίδιος όμως στο τέλος της ζωής του θεωρούσε προσβολή την προσφώνηση «κ. καθηγητά», που από παραδρομή κάποτε του απηύθυναν. Είναι αλήθεια ότι στο ξεκίνημά του δοκίμασε πράγματι να περπατήσει αυτή την οδό. Την απόρριψη που συνάντησε τότε, δεν τη λησμόνησε ποτέ. Κι όταν αργότερα, γερμανικά και ελληνικά πανεπιστήμια του άνοιγαν τιμητικά τις πόρτες, αυτός προτίμησε επιδεικτικά να μην τις δρασκελίσει. Ωστόσο, οι –από Γερμανίας– διακρίσεις δεν του έλειψαν. Ανάμεσα στ’ άλλα, του απονεμήθηκαν το Μετάλλιο Γκαίτε και το Βραβείο Χούμπολντ.
Ο Κονδύλης γεννήθηκε το 1943 στην Αρχαία Ολυμπία. Πέθανε πενήντα πέντε χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1998, σε ένα ιδιωτικό νοσοκομείο των Αθηνών. Σε μια εγχείρηση, όπως την είπαν, ρουτίνας, θύμα ίσως ιατρικού λάθους. Αφησε ημιτελές το έργο που ο ίδιος έβλεπε ως έργο ζωής, μια τρίτομη Κοινωνική Οντολογία.
«Με τον θάνατο του μεγάλου Ελληνα φιλοσόφου Παναγιώτη Κονδύλη», θα τον νεκρολογήσει ο Γκούσταφ Ζάιμπτ, «η Γερμανία χάνει έναν από τους σημαντικότερους κληρονόμους και διαδόχους της πνευματικής της παράδοσης. Μόνο με αυτό το παράδοξο μπορεί να ειπωθεί η σημασία αυτού του θανάτου». Και θα καταλήξει: «Ο Κονδύλης υπήρξε συνεχιστής της γερμανικής παράδοσης της δύστροπης, οχληρής σκέψης. Τη στάση του αυτή την υποβάσταζε πάντα μια σπάνια πνευματική ελευθερία και μια σχεδόν αδιόρατη ευαισθησία: ο Κονδύλης δεν μπορούσε τα συνθήματα, την ωραιολογία, τον ναρκισσισμό. Ομως και η σκληρότητά του ήταν μεσογειακή, φωτεινή και ανθρώπινη. Ο ακαταπόνητος πέθανε, προτού ολοκληρώσει το ογκωδέστερο έργο του. Το καλοκαίρι λογάριαζε να το περάσει στην Ελλάδα».
Με τα διεθνοπολιτικά του γραπτά της δεκαετίας του ’90, την επαύριο της αμερικανικής νίκης στον Ψυχρό Πόλεμο, ο Κονδύλης θα στρέψει το ερμηνευτικό του βλέμμα σ’ ένα πεδίο καινούργιο γι’ αυτόν, την πλανητική συγχρονία και επικαιρότητα. Μόνο που αντί για τις δυτικές θριαμβολογίες περί του «τέλους της ιστορίας» και των συγκρούσεών της, που ήταν τότε του συρμού, εκείνος θα μιλήσει για τη νέα, ανεξέλεγκτη επίτασή τους. Στις διακηρύξεις περί οικουμενικής κατίσχυσης των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», δεν θα δει παρά τα κενόλογα και ιδιοτελή ρητορεύματα της μόνης πλέον Υπερδύναμης, που κανείς δεν μπορεί να πάρει στην ονομαστική τους αξία. Και στις πομφόλυγες για την «τελειωτική επικράτηση» του δυτικού φιλελευθερισμού, θα αντιτάξει την πρόβλεψη της επικείμενης κατάρρευσής του, υπό το βάρος της σπάνεως των αγαθών και των οξυμένων περιβαλλοντικών, κοινωνικών και γεωπολιτικών εντάσεων. Τα κείμενά του για τη σύγχρονη Ελλάδα, που ανήκουν στην αυτή κατηγορία, λοιδορήθηκαν και διαστρεβλώθηκαν συχνά σε βαθμό πρωτόγνωρο. Παραμένουν ωστόσο μνημεία ατομικής εμβρίθειας και συλλογικής αυτογνωσίας.
* Ο κ. Κ. Κουτσουρέλης είναι μεταφραστής και ποιητής.