Με αφετηρία την ελληνική κρίση, ο γερμανός στοχαστής (στο άρθρο του «Europa am Scheideweg», που δημοσιεύθηκε στην οικονομική εφημερίδα της Φραγκφούρτης Handelsblatt, στις 18.6.2011) διατυπώνει τις σκέψεις του για το μέλλον της Ευρώπης, που εκτιμά ότι μπαίνει σε μια πολύ σκληρή δοκιμασία.
Δημοσιεύτηκε στα ΕΝΘΕΜΑΤΑ, 10-7-2011
Η Ευρώπη μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις
του Γιούργκεν Χάμπερμας
Στη συγκυρία της σημερινής κρίσης τίθεται το ερώτημα γιατί πρέπει να εμμένουμε στη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στοχεύοντας μάλιστα σε μια πιο ολοκληρωμένη πολιτική ενοποίηση. Το αρχικό κίνητρο, η αποτροπή δηλαδή ενός πολέμου στην Ευρώπη, έχει ήδη ξεθωριάσει. Παρ’ όλα αυτά, υπό ένα καντιανό πρίσμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ένα βήμα στην πορεία για τη δημιουργία μιας συντεταγμένης παγκόσμιας πολιτικής κοινότητας. Από αυτή την οπτική μπορεί να προκύψει μια νέα πειστική αφήγηση.
Σε κάθε περίπτωση, το σχέδιο για το μέλλον της Ένωσης, το οποίο μέχρι σήμερα επεξεργάζονται οι πολιτικές ελίτ πίσω από κλειστές πόρτες, θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο σύγκρουσης απόψεων που θα κατατίθενται μεγαλόφωνα στη δημόσια σφαίρα. Ενόψει αυτού του στόχου όμως, οι κυβερνήσεις κάνουν πίσω. Στο μέσον μιας θάλασσας που την ταράζουν τα ισχυρά ρεύματα της οικονομίας της αγοράς, όλοι καταφεύγουν και γαντζώνονται στο δικό τους μικρό νησί της εθνικής κυριαρχίας, το οποίο βέβαια κινδυνεύει να πλημμυρίσει. Και τα πολιτικά κόμματα προωθούν τον λαϊκισμό, τον οποίο καλλιεργούν μέσα στο νεφελώδες τοπίο των πολύπλοκων και μη δημοφιλών θεμάτων.
Η έλλειψη πολιτικών αρμοδιοτήτων στην ευρωζώνη
Στο μεταξύ η Πανουργία του οικονομικού Λόγου (List der Oekonomischen Vernunft) ανακινεί το θέμα και το φέρνει στο φως. Από την ευρωζώνη λείπουν οι πολιτικές αρμοδιότητες που θα μπορούσαν να επιφέρουν την αναγκαία εναρμόνιση των εθνικών οικονομιών. Αυτό το θεσμικό έλλειμμα μπορεί να καλυφθεί μόνο μακροπρόθεσμα, εκτός του πλαισίου της παρούσας κρίσης, και σίγουρα όχι μέσω ενός «Συμφώνου για την Ευρώπη»», που θα αποτελούσε μια νομικά μη δεσμευτική συμφωνία των προέδρων των κυβερνήσεων. Εάν το ψήφισμα της 25ης Μαρτίου 2011, που θίγει τον πυρήνα της κυριαρχίας των κρατών-μελών, παρά τις αντίθετες προβλέψεις, τελεσφορήσει, τα δημοκρατικά πολιτεύματα θα πρέπει να καταβάλουν το τίμημα της απίσχνανσής τους σε εθνικό επίπεδο. Με δυο λόγια, στο κατώφλι της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία από οικονομική τείνει να μετεξελιχθεί σε πολιτική, η Πολιτική φαίνεται να κρατά την αναπνοή της και να σταματά. Γιατί κυριαρχεί αυτή η τρομακτική ακαμψία;
Το πυκνό δίκτυο υπερεθνικών οργανισμών γεννά τον φόβο, από τη μια πλευρά, ότι θα διαταραχθεί η κατοχυρωμένη στο εθνικό επίπεδο συνάρθρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τη δημοκρατία και, από την άλλη, ότι θα αλλοιωθεί η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας μέσω της απαλλαγής της εκτελεστικής εξουσίας από κάθε είδους δημοκρατικό έλεγχο, παγκοσμίως. Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος μια σκέψη η οποία εκτρέφει την πολιτική ηττοπάθεια: δεν είναι εφικτό η λαϊκή κυριαρχία να λάβει υπερεθνική μορφή χωρίς έναν αντίστοιχο περιορισμό της δημοκρατικής νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας, καθώς μια τέτοια νομιμοποίηση μπορεί να εδραιωθεί μόνο στο πλαίσιο του έθνους-κράτους.
Στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος οι πολίτες υπόκεινται μόνο σε νόμους στην ψήφιση των οποίων έχουν συμμετάσχει και οι ίδιοι μέσω μιας δημοκρατικής διαδικασίας. Αυτή η διαδικασία οφείλει τη νομιμοποιητική της δύναμη τόσο στη συμμετοχή όλων των πολιτών στη διαδικασία λήψης των πολιτικών αποφάσεων όσο και στον συνδυασμό της λήψης των αποφάσεων βάσει της αρχής της πλειοψηφίας (που μπορεί να είναι και ενισχυμένη, εάν κριθεί απαραίτητο) με τη διαδικασία της διαβούλευσης, προκειμένου να διαμορφωθεί η γνώμη της πολιτικής κοινότητας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, λοιπόν, πρέπει να επιδρά μια ενεργή κοινωνία των πολιτών πάνω στο κράτος, προκειμένου να πραγματώνει τους όρους της ίδιας της ύπαρξής της. Επειδή κάτι τέτοιο προϋποθέτει την ύπαρξη ενός αντίστοιχου πλαισίου για τον πολιτικό μετασχηματισμό των βιοτικών σχέσεων, υφίσταται μια εννοιολογική σύνδεση μεταξύ της λαϊκής και της κρατικής κυριαρχίας. Εάν η πολυπλοκότητα της παγκόσμιας κοινωνίας, χωρίς πολιτικό έλεγχο, ενταθεί, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο το πεδίο δράσης των εθνών-κρατών, τότε θα προκύψει, από την ίδια την κανονιστική έννοια της δημοκρατίας, το αίτημα για την επέκταση της δυνατότητας άσκησης πολιτικής πέρα από τα εθνικά σύνορα.
Τα κράτη αντισταθμίζουν εν μέρει την απώλεια της δυνατότητάς τους να επιλύουν προβλήματα με τη βοήθεια διεθνών οργανισμών. Αυτό όμως το πληρώνουν στην πραγματικότητα με τη δραματική μείωση του επιπέδου νομιμοποίησής τους. Επειδή το καθεστώς των διεθνών συμβάσεων έχει πάψει πια να αποτελεί κρίκο της αλυσίδας που καταλήγει στη δημοκρατική νομιμοποίηση και οι θεσμοθετημένες διαδικασίες στο πλαίσιο του έθνους-κράτους έχουν μαραθεί, ενισχύονται οι ακόλουθες δύο τάσεις: η πολιτική αναγκαιότητα να επεκταθεί η δημοκρατική διαδικασία πέρα από τα σύνορα του έθνους-κράτους και, ταυτόχρονα, η αμφιβολία εάν κάτι τέτοιο είναι εφικτό.
Από το έθνος-κράτος σε υπερεθνικές αρχές: το κρίσιμο ζήτημα της συνταγματοποίησης της κρατικής εξουσίας
Ο περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας, προκειμένου να μεταβιβασθούν κυριαρχικά δικαιώματα σε υπερεθνικές αρχές, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υλοποιείται, ακόμη και εάν συχνά συμβαίνει έτσι, μέσω της στέρησης της ελευθερίας της έκφρασης από τους πολίτες. Αυτή η μεταβίβαση προϋποθέτει τη συνταγματοποίηση της κρατικής εξουσίας, στην οποία οι πολίτες οφείλουν την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών τους στο πλαίσιο ενός έθνους-κράτους. Οι αρμοδιότητες, οι οποίες είτε μεταβιβάζονται εξ ολοκλήρου από το έθνος-κράτος σε υπερεθνικές αρχές είτε ασκούνται πλέον από κοινού, πρέπει όχι απλώς να υπαχθούν σε κανόνες δικαίου, αλλά σε κανόνες δικαίου μιας δημοκρατικής πολιτικής κοινότητας. Σε αυτή την περίπτωση δεν συρρικνώνεται το πεδίο της αυτονομίας των πολιτών, από τη στιγμή που οι ίδιοι οι πολίτες συμμετέχουν στη διαδικασία ψήφισης των νόμων στο υπερεθνικό επίπεδο, σύμφωνα με τους κανόνες μιας δημοκρατικής διαδικασίας. Με μια εδαφική επέκταση της επικράτειας και μια αύξηση του αριθμού των πολιτών δεν αλλάζει ουσιαστικά τίποτε άλλο πέρα από τον βαθμό πολυπλοκότητας της διαδικασίας διαμόρφωσης της συλλογικής γνώμης και της βούλησης της πολιτικής κοινότητας. Δεν μπορεί, δηλαδή, να γίνει λόγος για περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας, από τη στιγμή που η διαδικασία παραμένει άθικτη.
Από την άλλη πλευρά, το διεθνές δίκτυο, που έχει εν τω μεταξύ δημιουργηθεί, θα εκδημοκρατισθεί μόνο στην περίπτωση που τα γνωστά συστατικά στοιχεία της δημοκρατίας συναρμολογηθούν, χωρίς βέβαια να υποστούν απώλειες στο πεδίο της νομιμοποίησης, με τρόπο διαφορετικό από τον ισχύοντα στο πλαίσιο του έθνους-κράτους. Από αυτή την άποψη, η δοκιμασία στην οποία πρέπει να υποβληθεί σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να αποδειχθεί πλούσια σε διδάγματα. Μέσα από αυτήν θα κριθεί η βούληση και η ικανότητα των πολιτών, των πολιτικών ελίτ και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης να πραγματοποιήσουν, τουλάχιστον στην ευρωζώνη, το επόμενο βήμα στον δρόμο της ολοκλήρωσης, ούτως ώστε να προωθήσουν τον εκπολιτισμό της άσκησης της πολιτικής κυριαρχίας.
Η θεσμοθέτηση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη αποκρυσταλλωθεί μια πολιτικά συντεταγμένη κοινότητα, η οποία, χωρίς να καλύπτεται από μια αντίστοιχη κρατική εξουσία, ασκεί κυριαρχική εξουσία έναντι των κρατών-μελών. Ενώ στην αρχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης η εκπολιτιστική στιγμή εκφράστηκε προπάντων με την ειρήνευση μιας αιματοκυλισμένης ηπείρου, έκτοτε εκδηλώνεται στην πάλη για τη συγκρότηση ικανοτήτων του πράττειν. Οι λαοί μιας ηπείρου με συρρικνούμενο πολιτικό και οικονομικό εκτόπισμα προσπαθούν, έτσι, να αποκτήσουν ένα περιθώριο πολιτικής δράσης απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις και τους συστημικούς καταναγκασμούς μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Ο τρόπος με τον οποίο η ομοσπονδιακή δημοκρατία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της θα πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτή την κατάσταση.
Αντιλαμβάνομαι τη θεσμοθέτηση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, έστω και αν αυτό εξακολουθεί να αντιβαίνει στο πρώην άρθρο 48 της Συνθήκης της Λισαβόνας, ως εξής: το σύνολο των ευρωπαίων πολιτών αναδεικνύεται σε συλλογικό συντακτικό νομοθέτη πλάι στα κράτη. Στην ισχύουσα Συνθήκης της Λισαβόνας, η κατάτμηση της κυριαρχίας ανάμεσα στους πολίτες και τα κράτη προκύπτει ήδη από το γεγονός ότι, σε περίπτωση τροποποίησης της Συνταγματικής Συνθήκης, το Κοινοβούλιο εμπλέκεται στη σχετική διαδικασία, καθώς και από το ότι στην «κανονική νομοθετική διαδικασία» αναγνωρίζεται ως ισότιμο όργανο έναντι του Συμβουλίου.
Η «κατάτμηση» της συντακτικής εξουσίας εξηγεί, εξάλλου, γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά το γεγονός ότι έχει, όπως και τα ομοσπονδιακά κράτη, τον χαρακτήρα πολυεπίπεδου συστήματος, δεν μπορεί να νοηθεί ως ενός είδους ατελής ομοσπονδιακή δημοκρατία. Το έθνος-κράτος, ακόμη και αν είναι ομοσπονδιακά διαρθρωμένο στο εσωτερικό του, συναπαρτίζεται αποκλειστικά και μόνο από το σύνολο των πολιτών που ανήκουν στο έθνος, ενώ η Ένωση έχει εγκαθιδρυθεί από τους πολίτες της μόνο σε σχέση με τα εκάστοτε ήδη συγκροτημένα σε κράτη έθνη. Στα ομοσπονδιακά κράτη τα όργανα της ομοσπονδίας διατηρούν την αρμοδιότητα απονομής αρμοδιοτήτων, ενώ οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κινούνται μόνο στο πλαίσιο επιμέρους αρμοδιοτήτων που τους έχουν εκχωρηθεί ρητά. Επειδή τα κράτη-μέλη διατηρούν το μονοπώλιο της βίας, ενώ η ίδια η Ένωση δεν έχει τον χαρακτήρα πλήρους κρατικού μορφώματος, οι πολίτες της Ένωσης δεν είναι υπήκοοι ενός κράτους.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συνιστά κάποιο μόρφωμα που έμεινε στα μισά του δρόμου από το εθνικό προς το ομοσπονδιακό κράτος. Πρόκειται μάλλον για έναν ιδιότυπο σχηματισμό, που διακρίνεται από δύο ειδικούς νεωτερισμούς. Οι πολίτες της Ένωσης μοιράζονται την κυριαρχική τους εξουσία με κράτη-μέλη τα οποία διατηρούν το μονοπώλιο της βίας, υποτάσσονται όμως, τρόπον τινά, με τη σειρά τους, σε ένα υπερεθνικά θεσπισμένο δίκαιο.
Η κατάτμηση της κυριαρχίας δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι πολίτες της Ένωσης έχουν κάθε λόγο να εμμένουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο στον ισότιμο ρόλο των κρατών τους. Τα εθνικά κράτη, ως δημοκρατικά κράτη δικαίου, δεν είναι μόνο ιστορικοί δρώντες καθ’ οδόν προς τον εκπολιτισμό του βίαιου πυρήνα της πολιτικής κυριαρχίας αλλά παραμόνιμα επιτεύγματα και ζωντανές μορφές μιας «υπαρκτής δικαιοσύνης» (Χέγκελ). Οι πολίτες της Ένωσης έχουν ένα δικαιολογημένο διαφέρον το εκάστοτε εθνικό κράτος στο οποίο ανήκουν να εξακολουθήσει να παίζει και ως κράτος-μέλος τον δόκιμο ρόλο του εγγυητή του δικαίου και της ελευθερίας. Διότι τα εθνικά κράτη είναι κάτι περισσότερο από απλή ενσάρκωση μιας εθνικής κουλτούρας που αξίζει να διαφυλαχθεί· εγγυώνται ένα επίπεδο δικαιοσύνης και ελευθερίας που οι πολίτες έχουν κάθε δίκιο να θέλουν να διατηρηθεί.
Εν τέλει, και η αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών ενός κράτους υφίσταται μια μεταλλαγή. Στην προοπτική που προτείνω θα έπρεπε και αυτή να αποδεσμευτεί από το εθνικό επίπεδο, προκειμένου οι πολίτες, ως πολίτες της Ένωσης που εκλέγουν και ελέγχουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να είναι πράγματι σε θέση να μετάσχουν σε μια κοινή, πέρα από τα εθνικά σύνορα, πολιτική διαμόρφωση βούλησης. Αυτή η υπερεθνική επέκταση της αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών ενός κράτους είναι μια διαδικασία μάθησης που μπορεί να πραγματωθεί μόνο σε μια αντιστοίχως διευρυμένη επικοινωνιακή συνθήκη μιας πολιτισμικής κοινότητας.
Αυτό το πεδίο θα έπρεπε να προσλάβει τη μορφή μιας αμοιβαίας διάνοιξης των εθνικών σφαιρών δημοσιότητας της μιας προς την άλλη. Για να γίνει αυτό, δεν χρειαζόμαστε διαφορετικά μέσα ενημέρωσης, αλλά μια διαφορετική πρακτική των υφιστάμενων. Δεν θα έπρεπε να πραγματεύονται τα ευρωπαϊκά ζητήματα μόνο ως τέτοια, αλλά συγχρόνως να αναφέρονται και στις πολιτικές τοποθετήσεις και διαμάχες που πυροδοτούν τα ίδια ζητήματα σε άλλα κράτη-μέλη. Δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ηγεμονεύεται ως τώρα από τις πολιτικές ελίτ, υπάρχει μέχρι σήμερα μια επικίνδυνη ασυμμετρία ανάμεσα στη δημοκρατική συμμετοχή των λαών σε όσα «βγάζουν» για αυτούς οι κυβερνήσεις τους στην απομακρυσμένη σκηνή των Βρυξελλών και στην αδιαφορία ή την έλλειψη συμμετοχής των πολιτών της Ένωσης αναφορικά με τις αποφάσεις του Κοινοβουλίου τους στο Στρασβούργο.
Μόνο ο δεξιός λαϊκισμός φιλοτεχνεί την καρικατούρα εθνικών συλλογικών υποκειμένων που απομονώνονται το ένα από το άλλο και μπλοκάρουν μια υπερεθνική δημοκρατική διαμόρφωση βούλησης. Μετά από μισό αιώνα μετανάστευσης, τα ευρωπαϊκά κράτη-έθνη είναι, δεδομένου του αυξανόμενου εθνοτικού, γλωσσικού και θρησκευτικού πλουραλισμού τους, κάθε άλλο παρά πολιτισμικά ομοιογενείς ενότητες. Το ίντερνετ και ο μαζικός τουρισμός καθιστούν επίσης πιο διαπερατά τα εθνικά σύνορα. Ο ρευστός ορίζοντας ενός διαιρεμένου σε μεγάλες επιφάνειες και περίπλοκες σχέσεις βιόκοσμου έπρεπε ανέκαθεν να κατασκευαστεί από τα ΜΜΕ και να πληρωθεί από την επικοινωνιακή συνθήκη μιας πολιτισμικής κοινότητας. Αυτό μπορεί να εμπεδωθεί μόνο στο πλαίσιο μιας κοινής πολιτικής κουλτούρας — και αυτή δύσκολα διαμορφώνεται με δικαιικά-διοικητικά μέσα. Όμως η Ευρώπη μοιράζεται μια κοινή μοίρα. Και όσο περισσότερο συνειδητοποιούν οι λαοί της Ευρώπης και αναδεικνύεται από τα Μέσα πόσο βαθιά επιδρούν στην καθημερινότητά τους οι αποφάσεις της Ε.Ε., τόσο περισσότερο θα μεγαλώνει το διαφέρον τους να κάνουν χρήση των δημοκρατικών τους δικαιωμάτων και ως πολίτες της Ένωσης.
Αυτή η επίδραση φάνηκε ξεκάθαρα στην κρίση του ευρώ. Από τις 8 Μαΐου 2009 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με τις αποφάσεις του για τα πακέτα διάσωσης και την ενδεχόμενη αναδιάρθρωση του χρέους, καθώς και με τις διακηρύξεις του για την εναρμόνιση των οικονομικών, δημοσιονομικών, εργασιακών και κοινωνικών πολιτικών, ξεπέρασε το οριακό εκείνο σημείο στο οποίο ανακύπτουν ζητήματα αναδιανεμητικής δικαιοσύνης. Η κρίση εξαναγκάζει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, παρά τη βούλησή του, να λάβει αποφάσεις που μπορούν να επιβαρύνουν τους εθνικούς προϋπολογισμούς σε καταφανώς άνισο βαθμό.
Θα ανταποκρινόταν επομένως σε μια συνταγματική λογική το να μπορούν οι πολίτες, οι οποίοι υποχρεώνονται να δεχθούν μια ανακατανομή των βαρών πέραν των εθνικών συνόρων, να επηρεάσουν, ως πολίτες της Ένωσης, με δημοκρατικό τρόπο, όσα διαπραγματεύονται ή συνομολογούν σε μια δικαιική γκρίζα ζώνη οι αρχηγοί των κυβερνήσεών τους. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μια εμβάθυνση της Πολιτικής Ένωσης ή τουλάχιστον μια «εντονότερη συνεργασία» μεταξύ των μελών της νομισματικής ένωσης. Αντ’ αυτού, γινόμαστε μάρτυρες μια παρελκυστικής τακτικής από την πλευρά των κυβερνήσεων –σε εμβληματική μορφή της οποίας έχει αναδειχθεί η γερμανίδα καγκελάριος– και μιας λαϊκιστικά υποδαυλιζόμενης απόρριψης του ευρωπαϊκού σχεδίου στο σύνολό του από την πλευρά των λαών.
Αυτή η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά οφείλεται στο γεγονός ότι οι ελίτ και τα Μέσα διστάζουν να βγάλουν τα αναγκαία συμπεράσματα από το συνταγματικό σχέδιο. Είναι αδύνατον να οικοδομηθεί μια πανευρωπαϊκή αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών όταν ανάμεσα στα κράτη-μέλη, δηλαδή στα εθνικά σημεία τομής, παγιώνονται δομικά κοινωνικές ανισότητες. Σήμερα είναι, κατά ειρωνικό τρόπο, η πίεση των χρηματαγορών αυτή υπό την οποία κερδίζει έδαφος η διαπίστωση ότι έχει παραμεληθεί μια ουσιώδης οικονομική προϋπόθεση του συνταγματικού σχεδίου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορέσει να μετεξελιχθεί σε μια δημοκρατικά νομιμοποιημένη υπερεθνική κοινότητα μόνο εάν διατηρήσει τις πολιτικές κατευθυντήριες αρμοδιότητες, έτσι ώστε να φροντίσει, τουλάχιστον στο εσωτερικό της ευρωζώνης, για μια σύγκλιση των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων. Η Ένωση θα πρέπει να εγγυηθεί αυτό που ο Θεμελιώδης Νόμος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αποκαλεί «ενιαίο χαρακτήρα των βιοτικών σχέσεων».
Αυτός ο ενιαίος χαρακτήρας σχετίζεται πάντως μόνο με το επιτρεπτό εύρος απόκλισης των κοινωνικών βιοτικών συνθηκών που είναι αποδεκτό από τη σκοπιά της αναδιανεμητικής δικαιοσύνης και όχι με τις πολιτισμικές διαφορές. Είναι πολύ περισσότερο αναγκαία η κοινωνικά υποσιτισμένη πολιτική συνοχή, προκειμένου η εθνική πολλαπλότητα και ο ασύγκριτος πολιτισμικός πλούτος του βιότοπου που λέγεται «Γηραιά Ήπειρος» να μπορέσει να προστατευθεί, εν μέσω μιας ραγδαία προελαύνουσας παγκοσμιοποίησης, από μια εντελώς διαφορετική μορφή ισοπέδωσης.
Ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος μετέφρασε το πρώτο μέρος και η Σταυρούλα Μανώλη το δεύτερο.