Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

21ος αιώνας: ο αιώνας των μεγάλων καταστροφών....

Κανονικά η πιο μεγάλη απαισιοδοξία επιβάλλεται από τα πράγματα. Εκτός αν η προσέγγιση πολύ μεγάλων οικολογικών, πολεμικών, οικονομικών καταστροφών, δημιουργήσει την αναγκαία κρίσιμη μάζα ανθρώπινης συνείδησης που θα μπορέσει να επανελέγξει το χρηματιστικό τέρας...


Francisco Goya, Η φωτιά (1793)


Στο παρακάτω πρόσφατο άρθρο διαγράφεται η δραματική επικαιρότητα της εποχής μας - προαναγγέλεται το τραγικό μέλλον του πλανήτη - εκτός εάν...

Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται...

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Μόνο βαθειά θλίψη και μεγάλη ανησυχία μπορεί να προκαλέσει στον νοήμονα παρατηρητή ο τρόπος που διαχειρίζονται τώρα την κρίση της ΕΕ, οι Ευρωπαίοι “ηγέτες” και οι θεσμοί της. Μερικοί μάλιστα αναλυτές
τον συγκρίνουν με την ελαφρότητα με την οποία οι ευρωπαϊκές ηγεσίες ενεργούσαν στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ή τον τρόπο που προσπαθούσαν να κατευνάσουν τον Χίτλερ στις παραμονές του Β’.

Οι “πόλεμοι” που απειλούν τώρα την Ευρώπη δεν είναι βέβαια κλασικοί, είναι χρηματοπιστωτικοί, οι συνέπειές τους όμως κινδυνεύουν να αποβούν εξίσου καταστροφικές. Δεν είναι μόνο η ‘Ενωση και το ευρώ που κινδυνεύουν. Είναι όλες οι κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις των ευρωπαϊκών λαών, τουλάχιστο μετά τη νίκη επί του Χίτλερ, το 1945. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, ένα επίπεδο πολιτικών ελευθεριών που δεν υπάρχει σε πολλά μέρη στον κόσμο, η δυνατότητα της Ευρώπης να συμβάλλει στην αναγκαία, ριζική μεταρρύθμιση ενός διεθνούς συστήματος, που αντιμετωπίζει προκλήσεις πρωτοφανείς στην ανθρώπινη ιστορία.

Δεν υπάρχει σήμερα Χίτλερ στην ευρωπαϊκη πολιτική. Υπάρχει όμως, ως δύναμη καταστροφής, το ανεξέλεγκτο χρηματιστικό κεφάλαιο, με τους οίκους αξιολόγησης, την απίθανη πολιτική επιρροή σε κυβερνήσεις, υπερεθνικούς θεσμούς, εκδοτικό σύστημα, που καθιστά όλο και πιο εικονικά τα κράτη και τις δημοκρατίες μας. Δείτε πως απειλούν οι οίκοι και οι διεθνείς τράπεζες τους Ευρωπαίους πολιτικούς και πως αυτοί ψελλίζουν.

Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα είχαμε αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό κόμμα. Στη σημερινή Ευρώπη πλησιάζουμε, αν δεν έχουμε φτάσει, στο σημείο που οι λαοί θα καλούνται να επιλέξουν μεταξύ εκλεκτών των Ρότσιλντ, των Ροκφέλερ, των Νετανιάχου κλπ. Σε αντίθεση μάλιστα με την Ελλάδα του 19ου, δεν θα το ξέρουν καν.

Δεν απειλούμεθα τώρα, άμεσα, από μια πυρηνική σύρραξη, απειλούμεθα όμως από τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, είδος “όπλων μαζικής καταστροφής” κατά την έκφραση του Γουώρρεν Μπάφετ. Ενός ανθρώπου που κέρδισε δισεκατομμύρια από αυτά. Ποιος σας είπε ότι δεν γίνεται ταξικός πόλεμος, είπε o ίδιος μια μέρα, και τέτοιος πόλεμος διεξάγεται και τον κερδίζουμε εμείς, όχι οι πλούσιοι, οι πάρα πολύ πλούσιοι!

Την προσοχή των οξυδερκέστερων και βαθύτερων διεθνών παρατηρητών έχει προσελκύσει και κάτι ακόμα, η ταυτόχρονη εκδήλωση μειζόνων αποσταθεροποιητικών τάσεων στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Ρωσία. Το ερώτημα που θέτουν αυτοί οι παρατηρητές, δεν έχει όμως προφανή απάντηση, είναι κατά πόσον συνδέονται μεταξύ τους, αν υπάρχει βαθύτερη αιτιακή σχέση ή αν είναι απλώς συμπτωματική η εμφάνιση αυτών των τάσεων.

Στη Ρωσία, ο Πρόεδρος Μεντβέντιεφ “έσπασε”, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τον “ομφάλιο λώρο” που τον συνέδεε με τον Πρωθυπουργό Πούτιν και θα διεκδικήσει ίσως την επανεκλογή του για μια δεύτερη προεδρική θητεία εναντίον του, αν τουλάχιστο το επιτρέψει το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών που θα προηγηθούν των προεδρικών. Ενθαρρύνεται σε αυτή την απόφαση από ισχυρές οικονομικές δυνάμεις στη Ρωσία και από το εξωτερικό, ΗΠΑ και Ισραήλ.

Στη Μέση Ανατολή, το κύμα των ειρηνικών και δημοκρατικών αραβικών επαναστάσεων εξετράπη σε ανοιχτούς ή συγκαλυμμένους πολέμους για την ανατροπή των καθεστώτων Καντάφι και ‘Ασαντ, την ίδια ώρα που οι δυτικές δυνάμεις επιδοκιμάζουν χωρίς αιδώ την επέμβαση του μεσαιωνικού βασιλείου της Σαουδαραβίας εναντίον του επαναστατημένου Μπαχρέιν.

Γίνεται κάθε μέρα σαφέστερο ότι ο ρόλος των γαλλικών και βρετανικών “αποικιακών” συμφερόντων, υπαρκτός μεν, υπήρξε δευτερεύων στην απόφαση επέμβασης στη Λιβύη. Η “λογική” της επέμβασης εντάσσεται θαυμάσια στη βαθειά στρατηγική δεκαετιών των ισραηλινών ιεράκων, για τον κατακερματισμό της Μέσης Ανατολής και τον πόλεμο κατά του Ιράν. Τελευταία κυκλοφορούν πάλι έντονες φήμες για ενδεχόμενη χερσαία επέμβαση στη Λιβύη και ενδεχόμενη αιφνιδιαστική επίθεση κατά του Ιράν, όπου ξέσπασε σύγκρουση μεταξύ Αχμαντινετζάντ και ανώτερου ισλαμικού ιερατείου.

Μεντβέντιεφ κατά Πούτιν

Στο πλευρό του Μεντβέντιεφ τάσσεται τώρα ο Ανατόλι Τσουμπάις, “άρχων”, επί Γέλτσιν των ρωσικών ιδιωτικοποιήσεων, που μεταβίβασαν μαζικά, γρήγορα και χωρίς ουσιαστικό αντίτιμο την τεράστια περιουσία του σοβιετικού κράτους σε μια μικρή ομάδα Ρωσοεβραίων κυρίων “ολιγαρχών”. Από το 2008, ο Τσουμπάις έγινε το πρώτο ξένο μέλος του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας JP Morgan. Στο στρατόπεδο Μεντβέντιεφ προσχώρησε και ο Γκλεμπ Παβλόφσκι, επικοινωνιακός “αρχιτέκτονας” της ανόδου Πούτιν.

Ο Τσουμπάις δεν είναι παρά η κορυφή του ρωσικού “νεοκαπιταλιστικού παγόβουνου”. Που περιμένει βέβαια να δει πρώτα που πάνε τα πράγματα, προτού αποφασίσει να ρίξει ανοιχτά το βέρος του υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου. ¨Όπως και η μεγάλη μάζα των ρώσων “τσινοβνικί”, του στρώματος των μετασοβιετικών κρατικών γραφειοκρατών, μακρινού ισοδύναμου των “βογιάρων” της προεπαναστατικής Ρωσίας. Με την εξαίρεση του στρατού και των υπηρεσιών ασφαλείας, που εξακολουθούν να ευνοούν τον Πούτιν και παραμένουν η κύρια πολιτική του βάση.

Σύντομα, μετά την άνοδό του στην εξουσία, ο κ. Πούτιν κατέστησε, δια λόγων και πράξεων, σαφές το μήνυμά του προς τη μετακομμουνιστική “ολιγαρχία” της χώρας. Αν θέλετε θα συνεχίσετε τις δουλειές σας, δεν θα ανακατεύεστε στην πολιτική. Ο Χοντορκόφσκι δεν θέλησε να το καταλάβει, ίσως πιστεύοντας ότι έχει πίσω του ισχυρές διεθνείς δυνάμεις, όπως, λέγεται, τους Ρότσιλντ, και παραμένει πάντα στη φυλακή. ‘Αλλοι, όπως ο Μπερεζόφσκι, πήραν τον δρόμο της εξορίας.

O μετακομμουνιστικός όμως, ιδιόμορφος και ολιγαρχικός καπιταλισμός του Γέλτσιν δεν αμφισβητήθηκε στην ουσία του. Από την ίδια του τη φύση συνδέεται με εξωτερικές δυνάμεις, επιδιώκει μια πολιτική φιλική προς τη Δύση, στην οποία βλέπει εξάλλου τον τελικό εγγυητή της, πάντα υπό την αίρεση της ρωσικής εξουσίας, ιδιοκτησίας του. Η ρωσική γραφειοκρατία και τα μεσαία στρώματα, στο μέτρο που υπάρχουν, ανακουφίστηκαν βεβαίως από τη διακοπή της πορείας διάλυσης της χώρας υπό τον Γέλτσιν. Βαθιά συντηρητικοί, οι Ρώσοι γραφειοκράτες λατρεύουν παραδοσιακά τη σταθερότητα, και στο εσωτερικό και διεθνώς. Το δυτικό “όραμα” που συνεπήρε τους Ρώσους πριν από είκοσι χρόνια έχει εν πολλοίς καταπέσει, δεν έχει όμως αντικατασταθεί από κάτι καινούριο. Ο σταλινισμός και ο εθνικισμός, παρά τις προόδους που έκαναν, δύσκολα μπορούν να γίνουν κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα μιας μοντέρνας κοινωνίας.

Ο Μεντβέντιεφ έχει επίσης τη διακριτική μεν, υπαρκτή δε υποστήριξη ισχυρότατων διεθνών δυνάμεων, όπως του μεγάλης επιρροής Λόμπυ που διαθέτει το Ισραήλ στη Ρωσία και σημαντικών δυνάμεων του αμερικανικού κατεστημένου. Αν και ήδη, στο τελευταίο αρχίζει και εκφράζεται η άποψη ότι ήταν σφάλμα της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον να ποντάρει τόσο πολύ στον Πρόεδρο, αφού παραμένει πάντα πιθανότερη η τελική νίκη του Πρωθυπουργού.

Αιώνας των καταστροφών

Αν κάποιος «προφήτευε», εδώ και ένα-δύο χρόνια, ότι ο Πούτιν θα «κινδύνευε» από τον Μεντβέντιεφ, ότι θα συζητούσαμε αν θα υπάρχει ΕΕ, ότι θα είχε μισοκαταστραφεί μια βιομηχανική δύναμη όπως η Ιαπωνία ή ότι θα ξεκίναγαν εκ νέου, παρά την εμπειρία Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβάνου, νέοι πόλεμοι και δυτικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή, τι θα τούχατε πει; Το πιθανότερο, ότι είναι καταστροφολόγος, φαντασιόπληκτoς, «Kασσάνδρα». Αυτά όμως συνέβησαν και πολύ χειρότερα απειλούνται.

Ο ‘Ερικ Χομπσμπάουμ μίλησε για τον “μικρό” Eικοστό αιώνα, «των άκρων», των πολέμων και των επαναστάσεων (1914-1991), χαρακτηρίζεται από έντονες ιδεολογικές συγκρούσεις και από εκτεταμένη προσφυγή στο κράτος και τον κρατισμό.

Ο αιώνας που άρχισε με τη σοβιετική διάλυση, τους “δίδυμους πύργους” και τις μεσανατολικές εκστρατείες, για να συνεχισθεί με τη Λήμαν Μπράδερς, την ευρωπαϊκή κρίση και την ιστορική καταστροφή της Ιαπωνίας, προάγγελο ίσως πολύ μεγαλύτερων φυσικών καταστροφών, κινδυνεύει, αν δεν ανακοπούν οι κυρίαρχες σήμερα τάσεις, να χαρακτηρισθεί από τον ιστορικό του μέλλοντος “αιώνας των καταστροφών”. ¨Η, για να είμαστε ακριβείς, με δεδομένη την τεχνολογία που διαθέτουμε, δεν θα υπάρξει ιστορικός για ννα τον περιγράψει.

Ο νέος αιώνας που αρχίζει χαρακτηρίζεται από δύο θεμελιώδη φαινόμενα. Τη μεταλλαγή του καπιταλισμού σε ένα σύστημα φεουδαρχίας του χρήματος αφενός, την τάση καταστροφής του κράτους και του έθνους, αφετέρου. Ο Μαρξ, ως προφήτης τουλάχιστο, παίρνει τώρα την εκδίκησή του από όσους βιάστηκαν να τον θάψουν, για δεύτερη φορά, το 1989-91. Αν ζούσε, θάβλεπε να τείνουν προς πραγματοποίηση οι προφητείες του, όπως τις διατύπωσε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο και στα Γκρούντρισσε, για έναν κόσμο που βασιλεύει μόνο το χρήμα.

Κανονικά η πιο μεγάλη απαισιοδοξία επιβάλλεται από τα πράγματα. Εκτός αν η προσέγγιση πολύ μεγάλων οικολογικών, πολεμικών, οικονομικών καταστροφών, δημιουργήσει την αναγκαία κρίσιμη μάζα ανθρώπινης συνείδησης που θα μπορέσει να επανελέγξει το χρηματιστικό τέρας.

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Η πατρίδα μου, τόσο όμορφη και χαμένη...

Αναδημοσίευση από τον ιστότοπο:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΥΡΟΥ - ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Η πατρίδα μου, τόσο όμορφη και χαμένη...

Καλό μήνα...

Ακολουθεί το τελευταίο άρθρο του Χρήστου Γιανναρά...

Τα τρία σημάδια παλιγγενεσίας

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31-7-2011

Tου Χρήστου Γιανναρά

Aμέσως μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, τη γερμανική κατοχή, τον λιμό της κατοχής και την πολυαίμακτη κομμουνιστική ανταρσία, οι πρώτοι «τουρίστες» που έφτασαν μαζικά στη συφοριασμένη Ελλάδα ήταν Ελληνοαμερικανοί. Ερχονταν να ξαναβρούν όσους συγγενείς επέζησαν, να μετρήσουν νεκρούς, να κομίσουν όποια ιδιωτική βοήθεια ήταν μπορετό, κυρίως σε ρουχισμό.

Πρέπει αυτές οι επισκέψεις να έγιναν αισθητές στην ελλαδική κοινωνία, ήταν εκτεταμένο φαινόμενο. Ο Ελληνοαμερικανός συγγενής αποτέλεσε αξιοπερίεργη παρουσία, σχολιάστηκε, κρίθηκε, ταξινομήθηκε: Η αμερικανίζουσα προφορά των ελληνικών, η διάνθισή τους με ελληνοποιημένες αμερικάνικες λέξεις, οι περίεργες αμφιέσεις, οι συνεχείς συγκρίσεις του αμερικανικού με τον ελληνικό τρόπο του βίου, μαζί και μια αφέλεια εμπιστοσύνης τις ανθρώπινες σχέσεις (σε αντίθεση με την οξυμμένη πάντοτε καχυποψία των Ελλαδιτών), όλα αυτά μαζί, συγκροτούσαν τον τύπο που χαρακτηρίστηκε σκωπτικά: ο «μπρούκλης» (προφανώς από τον κάτοικο του Brooklyn) ή «το αμερικανάκι».

Η ελλαδική κοινωνία έβγαινε τότε από μια συντελεσμένη καταστροφή, η χώρα ήταν ερειπωμένη, πάρα πολλά χωριά εγκαταλελειμμένα, στέρηση και φτώχεια απροσμέτρητη, η ανασφάλεια κυρίαρχο αίσθημα. Κι όμως ο Ελλαδίτης έβλεπε τον φανταχτερό σε όλα του «μπρούκλη» με συμπάθεια αλλά αφ' υψηλού. Δεν παραδόθηκε με κεχηνότα θαυμασμό στο «μοδέρνο» και στο φανταχτερό, στάθηκε όχι απλώς κριτικά, αλλά και με σκώμμα, που σημαίνει: με κάποια συναίσθηση υπεροχής.

Ειρωνεύτηκαν και σατίρισαν οι Ελλαδίτες την αισθητική των Ελληνοαμερικανών και τη γλωσσική τους υποβάθμιση. Δεν μπορούσαν, τότε, να μην περιγελάσουν (διακριτικά ή εκ των υστέρων) το θέαμα ενήλικου άνδρα με πολύχρωμα σορτς και λουλουδάτο πουκαμισάκι ή της ώριμης γυναίκας με ξέχειλα από μαραμένες σάρκες εξώπλατα φορέματα και πελώρια ντεκολτέ. «Σνόμπαρε» αυτή την ανεμελιά για την αισθητική ο Ελλαδίτης, όπως τη σνομπάρει πάντοτε κάθε καλλιεργημένος άνθρωπος, που ξέρει να ξεχωρίζει το τι του ταιριάζει από το τι ομοιότροπα επιβάλλει η μόδα. Καθόλου τυχαία ο αισθητικός εκβαρβαρισμός της αμφίεσσης στις ΗΠΑ συμβαδίζει με τα τεράστια ποσοστά παχυσαρκίας του πληθυσμού και τα ανάλογα ποσοστά των «λειτουργικώς αναλφαβήτων».

Λειτούργησε επίσης τότε, ως αφορμή αφ' υψηλού θεώρησης των «μπρούκληδων», η κακή γλωσσική τους εκφραστική: γελούσαν οι Ελλαδίτες με τα γραμματικά και συντακτικά λάθη στη γλώσσα τους. Καταστραμμένοι, ρημαγμένοι, ζώντας με μεγάλες στερήσεις, επέμεναν να αξιολογούν τους ανθρώπους από τη γλώσσα που μιλούσαν, όχι από τα λεφτά τους, όχι από τις χρυσές καδένες. Ο Μποστ, ιδιοφυής σκιτσογράφος, κατάκτησε την ελλαδική κοινωνία ποντάροντας ακριβώς στη γραμματική και συντακτική ευαισθησία (και κατάρτιση) των Ελλήνων - σήμερα κανένας δεν θα γελούσε με το καυστικό του χιούμορ, αφού το στραπατσάρισμα της γλώσσας που χαρακτήριζε άλλοτε τους απαίδευτους και τους ολιγόνοες είναι σήμερα γνώρισμα υπουργών και πρωθυπουργών.

Είναι συναρπαστικό να μελετήσει κανείς την παραλληλία γλωσσικής ευαισθησίας (ακόμα και άσχετης από σχολική φοίτηση και σπουδές) με τις αισθητικές απαιτήσεις στην ένδυση, σε προγενέστερα χρόνια. Να μελετήσει κυρίως το πώς προσέλαβαν το δυτικό ένδυμα οι Ελληνες στο ελλαδικό κράτος και πώς οι Ελληνες οι εκτός ελλαδικού κράτους. Γιατί κάποτε η Ελληνίδα της Αλεξάνδρειας, της Σμύρνης, της Οδησσού, της Τραπεζούντας φορούσε τη μακριά τουαλέτα με την τέλεια άνεση της οποιασδήποτε Ευρωπαίας, ενώ η Ελλαδίτισσα που πρωτόβαλε τέτοιο φόρεμα στο Μπρούκλιν ή στο Σικάγο έμοιαζε αμέσως να μιμείται κάτι ξένο και γι' αυτό να μοιάζει κωμική. Το ίδιο και ο άντρας με το φράκο ή το σμόκιν.

Το μυστικό πρέπει να ήταν ότι οι Ελληνες οι εκτός ελλαδικού κράτους ένιωθαν περήφανοι για την ελληνικότητά τους, ζούσαν την ελληνικότητα ως πολιτισμική υπεροχή, ως ποιότητα ζωής. Με αυτή τη βιωματική σιγουριά είχαν την αυτονόητη άνεση να προσλαμβάνουν οτιδήποτε καινούργιο που το εύρισκαν ταιριαχτό με τα γούστα τους, να το αφομοιώνουν στον «αέρα» της ευγενικής τους καταγωγής. Αυτή τη στάση πρέπει να υπονοούσε ο Γιάννης Τσαρούχης όταν έλεγε: «Για να είσαι κοσμοπολίτης, πρέπει πρώτα να είσαι Ελληνας».

Η επίσημη ιδεολογία του «εθνικού» κράτους (τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην πολιτική πρακτική - στη συγκρότηση των θεσμών και στη λειτουργία τους) ήταν πάντοτε στους αντίποδες της κοσμοπολίτικης αρχοντιάς: Το κράτος προϋπέθετε την Ελλάδα βαλκανική επαρχία της Ευρώπης, που για να εκπολιτιστεί και εκσυγχρονιστεί, όφειλε να μιμηθεί (όχι να προσλάβει) τη Δύση. «Πρόοδος» ήταν η αντιγραφή, ο πιθηκισμός από μειονεξία ή ξιπασιά, που καθηλώνει στον ρόλο του ουραγού, στο ρίσκο της παρωδίας, της καρικατούρας - τον «μπρούκλη» τον γέννησε το ελλαδικό κράτος, όχι η αμερικανική κοινωνία.

Το κακοφορεμένο φράκο συνοδεύτηκε στην κρατική Ελλάδα από δάνειες αντιλήψεις για τη γλώσσα (κοραϊκή «καθαρεύουσα» και ψυχαρική «δημοτική») και από επαχθή δάνεια χρηματικά που κράτησαν τους Ελλαδίτες πάντοτε υποτελείς των «φίλων» και «συμμάχων» τους Ευρωπαίων. Τι σύμπτωση, που ο εκπασοκισμός της ελλαδικής κοινωνίας, τα τελευταία τριάντα επτά χρόνια, αναζωπύρωσε εντυπωσιακά το ίδιο τριπλό σύμπτωμα: Κατάστρεψε, σε βαθμό αναπηρίας, τη νεοελληνική γλώσσα και έκφραση. Προπαγάνδισε την «ανεμελιά» στην αμφίεση βυθίζοντας μεγάλες πληθυσμικές ομάδες σε ενδυματολογική ακαλαισθησία, την πιο επιδεικτική που γνώρισε ποτέ αυτός ο τόπος. Και καταδίκασε το κράτος σε ανήκεστη οικονομική υποτέλεια, για το υπόλοιπο του αιώνα, λόγω εξωφρενικού δανεισμού με τους πιο ταπεινωτικούς όρους.

Συμπέρασμα: Αν υπάρξει ποτέ πολιτική παράταξη με συνεπή και προγραμματικό αντι-πασοκισμό, θα το αντιληφθούμε από τρία σημάδια: Θα έχει πρώτη προτεραιότητα, τη γλώσσα. Η εξωτερική εμφάνιση των μπροστάρηδων θα απηχεί την αρχοντιά της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, αυτήν που μεταγγίζεται με το γάλα της μάνας. Και τρίτο, θα συνεγείρει τους Ελληνες σε αγώνα απεξάρτησης από τον πατριδοκτόνο δανεισμό.

Αυτά τα τρία.

-----------------------------------------------

Η πατρίδα μου τόσο όμορφη και χαμένη...

Oh mia patria, si bella e perduta...

Va pensiero, από την όπερα του Βέρντι Ναμπούκο.

-----------------------------------------------

Στις 12 Μαρτίου, η Ιταλία γιόρταζε τα 150 χρόνια από την ίδρυσή της και με αυτή την ευκαιρία, στην όπερα της Ρώμης, δόθηκε μια παράσταση όπερας, της πιο συμβολικής αυτής της ενοποίησης: Nabucco του Giuseppe Verdi υπό τη διεύθυνση του Riccardo Muti.
Το έργο Nabucco του Verdi είναι ένα έργο τόσο μουσικό όσο και πολιτικό: αφορά την ιστορία της σκλαβιάς των Εβραίων στη Βαβυλώνα, και η περίφημη άρια «Va pensiero» τραγουδιέται από τους καταπιεσμένους σκλάβους. Στην Ιταλία, το τραγούδι αυτό είναι το σύμβολο της αναζήτησης της ελευθερίας του λαού, ο οποίος στα 1840 – όταν και γράφτηκε η όπερα - ήταν καταπιεσμένος από την αυτοκρατορία των Αψβούργων, και πάλευε μέχρι τη δημιουργία της ενωμένης Ιταλίας.
Πριν αρχίσει η συναυλία, ο Gianni Alemanno, δήμαρχος της Ρώμης, ανέβηκε στη σκηνή για να καταγγείλει τις μειώσεις της κυβέρνησης στον προϋπολογισμό για τον πολιτισμό. Και αυτό, ενώ ο Alemanno είναι μέλος του κυβερνώντος κόμματος και πρώην υπουργός του Berlusconi.
Αυτή η πολιτική παρέμβαση, σε μια πολιτιστική στιγμή από τις πιο συμβολικές για την Ιταλία, θα προκαλέσει ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα, ιδίως τη στιγμή που ο ίδιος ο Berlusconi ήταν παρών στη συναυλία.
Όπως δήλωσε στους Times o Ricardo Muti, διευθυντής της ορχήστρας, «…ήταν μια βραδιά αληθινής επανάστασης».
«Στην αρχή, υπήρχε ένα μεγάλο χειροκρότημα από το κοινό. Στη συνέχεια ξεκινήσαμε τη συναυλία. Όλα πήγαιναν πολύ καλά, αλλά όταν φτάσαμε στο σημείο του Va pensiero, αισθάνθηκα αμέσως ότι η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη στο κοινό. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείτε να περιγράψετε, αλλά που τα αισθάνεστε. Πριν, υπερίσχυε η σιωπή του κοινού. Τη στιγμή όμως που το κοινό κατάλαβε ότι θα ξεκινούσε το Va pensiero, η σιωπή γέμισε από μια πραγματική θέρμη. Μπορούσαμε να αισθανθούμε τη σπλαχνική αντίδραση του κοινού στο θρήνο των σκλάβων που τραγουδούνε « Oh ma patrie, si belle et perdue!». (Ω πατρίδα μου, τόσο όμορφη και χαμένη)
Ενώ η χορωδία έφτανε στο τέλος, στο κοινό κάποιοι είχαν ήδη αρχίσει να φωνάζουν «Bis». Το κοινό άρχισε να φωνάζει «Vive l’Italie!» και «Vive Verdi!».

Αν και το είχε κάνει για μία και μοναδική φορά στη Σκάλα του Μιλάνου το 1986, ο Muti δίσταζε να κάνει ένα bis για το Va pensiero. Για αυτόν, μία όπερα πρέπει να πηγαίνει από την αρχή ως το τέλος. «Δεν ήθελα να παίξουν απλά ένα encore. Θα έπρεπε να υπάρχει μια ιδιαίτερη πρόθεση».
Όμως στο κοινό είχε ήδη ξυπνήσει το πατριωτικό συναίσθημα. Με μία θεατρική κίνηση, ο διευθυντής της ορχήστρας γύρισε τελικά την πλάτη στο podium, κοιτάζοντας το κοινό και τον Berlusconi, και είπε τα εξής:

«Ναι συμφωνώ με αυτό «Ζήτω η Ιταλία» αλλά (χειροκροτήματα) «δεν είμαι πια 30 ετών και έχω ζήσει τη ζωή μου, όμως σαν ένας Ιταλός που έχει γυρίσει τον κόσμο, ντρέπομαι για όσα συμβαίνουν στη χώρα μου. Για αυτό συναινώ με το αίτημά σας για bis για το Va pensiero. Δεν είναι μόνο για την πατριωτική χαρά που αισθάνομαι, αλλά γιατί απόψε, και ενώ διεύθυνα τη χορωδία που τραγουδούσε «Ω πατρίδα μου, όμορφη και χαμένη» σκέφτηκα ότι αν συνεχίσουμε έτσι, θα σκοτώσουμε τον πολιτισμό πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η ιστορία της Ιταλίας. Και σε αυτή την περίπτωση, εμείς, η πατρίδα μας, θα είναι πραγματικά «όμορφη και χαμένη». [Επευφημίες, συμπεριλαμβανομένων και των καλλιτεχνών πάνω στη σκηνή]
«Θα ήθελα τώρα… πρέπει να δώσουμε νόημα σε αυτό το τραγούδι. Αφού είμαστε στο Σπίτι μας, το θέατρο της πρωτεύουσας, και με μία χορωδία που τραγούδησε περίφημα, και που συνοδεύεται περίφημα, αν θέλετε, σας προτείνω να ενωθείτε μαζί μας και να τραγουδήσουμε όλοι μαζί».